"…Μπορείτε επίσης να χρησιμοποιήσετε σαν
θέσφατο μια κοινή προκατάληψη, διότι οι περισσότεροι άνθρωποι
συντάσσονται με τη θέση του Αριστοτέλη ότι μπορούμε να ισχυριστούμε ως σωστό αυτό που πιστεύουν οι πολλοί."
Δεν υπάρχει γνώμη, όσο παράλογη κι αν
είναι που οι άνθρωποι να μην είναι έτοιμοι να την ασπαστούν μόλις
πειστούν πως είναι κοινώς αποδεκτή.
Το παράδειγμα των άλλων επηρεάζει
τόσο τη σκέψη τους όσο και τις πράξεις τους. Είναι σαν πρόβατα
που ακολουθούν τον αρχηγό του κοπαδιού όπου τους οδηγήσει. Θα
προτιμούσαν να τον ακολουθήσουν στο θάνατο παρά να σκεφτούν από μόνοι
τους.
Είναι πολύ περίεργο που η γενική απήχηση
μιας γνώμης έχει για τους ανθρώπους τόση βαρύτητα...
Η ίδια τους η
εμπειρία είναι σε θέση να τους διδάξει πως η αποδοχή μια γνώμης γίνεται
ακριτα και είναι αποτέλεσμα μίμησης. Παρόλα αυτά οι ίδιοι δεν το
αντιλαμβάνονται ποτέ, καθώς δεν κατέχουν αυτογνωσία . μόνο οι εκλεκτοί
σύμφωνα με τον Πλάτωνα : ‘ τις πολλοίς πολλά δοκεί» , που σημαίνει πως ο
κόσμος μπορεί να σκέφτεται αμέτρητες ανοησίες, και δεν είναι δυνατό ν
ασχοληθούμε με όλες.
Για να μιλήσουμε με σοβαρότητα η γενική απήχηση μιας γνώμης δεν αποτελεί απόδειξη. Στην πραγματικότητα, δεν καθιστά καν πιθανή την ορθότητά της.
Όσοι ισχυρίζονται το αντίθετο πρέπει να λάβουν υπόψη τους τα παρακάτω:
- Σε βάθος χρόνου μια κοινώς αποδεκτή γνώμη χάνει την ισχύ της, διαφορετικά θα έπρεπε να αποκαταστήσουμε όλες τις παλαιότερες λανθασμένες απόψεις που κάποτε θεωρούνταν ως κοινά αποδεκτές αλήθειες. Για παράδειγμα θα έπρεπε να επαναφέρουμε το σύστημα του Πτολεμαίου ή να καθιερωθεί ξανά ο καθολικισμός στις προτεσταντικές χώρες.
- Το ίδιο αποτέλεσμα έχει και η φυσική απόσταση, αλλιώς μια συναφής κοινώς αποδεκτή γνώμη των υποστηρικτών του βουδισμού, του χριστιανισμού και του Ισλάμ, θα τους έφερνε σε δύσκολη θέση
Αν εξετάσουμε το θέμα διεξοδικά , θα
δούμε πως αυτό που αποκαλούμε κοινώς αποδεκτή γνώμη δεν είναι παρά η
γνώμη 2 ή 3 ατόμων. Αν μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε την πραγματική
διαδικασία γέννησης μιας γνώμης, δεν θα είχαμε γι αυτό την παραμικρή
αμφιβολία.
Θα ανακαλύπταμε ότι δεν είναι παρά 2 ή 3 άνθρωποι που δέχτηκαν, προώθησαν και υποστήριξαν την άποψη την 1η
φορά, κι ότι οι υπόλοιποι πίστεψαν αφελώς πως οι 2-3 αυτοί άνθρωποι την
είχαν εξετάσει εξονυχιστικά προτού τη διαδώσουν. Ύστερα αποδέχτηκαν τη
γνώμη αυτοί μερικοί επιπλέον, οι οποίοι ήταν πεπεισμένοι εξαρχής πως οι
άνθρωποι που την διέδωσαν είχαν την απαραίτητη κατάρτιση. Στη συνέχεια σ
αυτούς βασίστηκαν πολλοί άλλοι , που από οκνηρία προτίμησαν να
πιστέψουν κάτι χωρίς δεύτερη σκέψη παρά να κοπιάσουν εξετάζοντας οι
ίδιοι το ζήτημα. Έτσι ο αριθμός των νωθρών και εύπιστων υποστηρικτών
μεγάλωσε μέρα με τη μέρα. Μόλις η συγκεκριμένη άποψη κέρδισε ευρεία
υποστήριξη , οι υπόλοιποι που αποφάσισαν να την ενστερνιστούν απέδωσαν
τη μεγάλη της απήχηση στην ορθότητά της . Τότε όσοι είχαν απομείνει
αναγκάστηκαν να αποδεχτούν ότι ήταν πλέον κοινώς αποδεκτό, προκειμένου
να μην θεωρηθούν ταραξίες που απαρνιούνται τις γενικώς παραδεδεγμένες
απόψεις, ή θρασείς , που θεωρούν ότι είναι πιο έξυπνοι απ όλους τους
άλλους.
Όταν μια γνώμη φτάνει σ αυτό το βαθμό
αποδοχής η συγκατάνευση αποτελεί πλέον καθήκον. Από το σημείο αυτό και
στο εξής οι λίγοι που είναι ικανοί να κρίνουν θα σιωπήσουν. Μιλούν μόνο
όσοι είναι παντελώς ανίκανοι να σχηματίσουν οποιαδήποτε γνώμη ή κρίση ,
αφού παπαγαλίζουν απλώς τις απόψεις των άλλων. Ωστόσο υπερασπίζονται τις
συγκεκριμένες απόψεις με υπερβάλλοντα ζήλο και μισαλλοδοξία, καθώς αυτό
που απεχθάνονται στους ανθρώπους με διαφορετικό τρόπο από το δικό τους
δεν είναι τόσο οι διαφορετικές τους κρίσεις, όσο η τόλμη να θέλουν να
σχηματίσουν τη δική τους άποψη. Εν ολίγοις , ελάχιστοι είναι ικανοί να
σκεφτούν, όλοι όμως θέλουν να έχουν άποψη. Συνεπώς δεν απομένει παρά να
ενστερνιστούν έτοιμες απόψεις άλλων αντί να σχηματίσουν τις δικές τους.
Εφόσον αυτό συμβαίνει, τι αξία έχει μια γνώμη, ακόμη κι αν έχει εκατοντάδες χιλιάδες υποστηρικτές?
Δεν είναι περισσότερο τεκμηριωμένη από
ένα ιστορικό γεγονός καταγεγραμμένο από 100 ιστορικούς, οι οποίοι
αποδεικνύεται πως έχουν αντιγράψει ο ένας από τον άλλο, η άποψη στο
τέλος μπορεί ν αποδοθεί σ ένα και μόνο άτομο. Άλλα θα πω εγώ, άλλα εσύ
κι άλλα κάποιος άλλος. Δεν πρόκειται για τίποτα περισσότερο από μια
σειρά ισχυρισμών.
by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com
Πώς
είναι άραγε δυνατόν να επιχειρηματολογεί κανείς με στόχο την επικράτησή του
ανεξάρτητα από την αλήθεια; Η απάντηση είναι απλή σύμφωνα με τον Σοπενχάουερ:
πρόκειται για την «εγγενή ποταπότητα της ανθρώπινης φύσης» που απορρέει από μια
έμφυτη ματαιοδοξία που κάνει τους ανθρώπους με πείσμα και εγωισμό να μην
σκέφτονται πριν μιλήσουν.
Οι περισσότεροι από μας
έχουμε βρεθεί σε συναντήσεις όπου υπάρχει ένας άνθρωπος ικανός να πείσει τους
πάντες. Ποιο είναι το μυστικό του; Είναι πιο χαρισματικός από εμάς; Ή απλώς
έχει εκπαιδεύσει τον εαυτό του στον τομέα αυτό; Ο Άρτουρ Σοπενχάουερ έγραψε τον
19ο αιώνα ένα οξύ, οργισμένο, ανατρεπτικό και ταυτόχρονα σοφό,
γλαφυρό και με υποδόριο χιούμορ δοκίμιο υπό τον εύγλωττο τίτλο Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΝΑ
ΕΧΕΙΣ ΠΑΝΤΑ ΔΙΚΙΟ. «Εριστική διαλεκτική» έγραφε ο ίδιος ο Σοπενχάουερ,
συγκαλύπτοντας έτσι κάθε ειρωνικό τόνο, «είναι η τέχνη του να λογομαχεί κανείς
με τέτοιο τρόπο ώστε να υπερασπίζεται επαρκώς τις θέσεις του, είτε έχει δίκιο
είτε άδικο». Ασφαλώς, η αληθινή πρόθεση του Σοπενχάουερ ήταν να επιστήσει την
προσοχή μας στα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι «επαγγελματίες» του
είδους: δημοσιογράφοι, πολιτικοί, διαφημιστές, δικηγόροι, έμποροι. Προφασιζόμενος
ότι διδάσκει τη «στρεψοδικία», στην πραγματικότητα ήθελε να μας διδάξει πώς να
την αναγνωρίζουμε και, συνεπώς, πώς να την αντιμετωπίσουμε
Σε έναν ιδανικό
κόσμο, ο διάλογος και η αντιπαράθεση θα είχαν ω σκοπό την αποκάλυψη της
αλήθειας ή τουλάχιστον τη σύγκλιση των απόψεων. Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, η επιθυμία κάθε
καλοπροαίρετου ανθρώπου θα ήταν να θέτει άξιους στόχους και να υιοθετεί τα
καλύτερα μέσα για να τους πετύχει, ενώ θα προσπαθούσε να δώσει λύση στα
προβλήματα με τη συνεργασία, ξεπερνώντας τις διαφωνίες και τις διαμάχες.
Όμως ο πραγματικός
κόσμος κάθε άλλο παρά ιδανικός είναι και οι άνθρωποι δεν επιδιώκουν να φτάσουν
στην αλήθεια, αλλά να επικρατήσουν στις διάφορες αντιπαραθέσεις. Ούτε επιζητούν το καλύτερο για τους πολλούς, αλλά
το καλύτερο για τους εαυτούς τους. Για τη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου, η
ιδιοτέλεια είναι ισχυρότερο κίνητρο από τον αλτρουισμό, κι ως εκ τούτου ο
καθένας κάνει ό,τι μπορεί για να υπερισχύσει στον ανταγωνισμό της καθημερινής
ζωής.
Τόσο
επιτακτική είναι η ανάγκη του ανθρώπου για επικράτηση, που σχεδόν αμέσως μόλις
οι Έλληνες φιλόσοφοι της κλασικής αρχαιότητας άρχισαν να διερευνούν σε βάθος τη
φύση των πραγμάτων, ξεκίνησε και η τέχνη της ρητορικής, η τεχνική δηλαδή που χρησιμοποιεί κάποιος προκειμένου να
επιβληθεί σε μια αντιπαράθεση ανεξάρτητα από την αλήθεια ή την ουσία
του εκάστοτε ζητήματος.
Τίποτε
δεν έχει αλλάξει από τότε. Τόσο στο
Κοινοβούλιο όσο και στον Τύπο, το καθεστώς της αντιπαράθεσης, του τρόπου δηλαδή
με τον οποίο κάποιος προκαλεί, κατηγορεί, υπεραμύνεται της θέσης του και
αντεπιτίθεται, απαιτεί από όλους τους εμπλεκόμενους στο δημόσιο βίο να κατέχουν
πλήρως την τέχνη της ρητορικής. Είναι αδιανόητο να αποδεχτεί κανείς μια
κατηγορία πολιτικής φύσης ή να παραδεχτεί τη λασπολογία του σκανδαλοθηρικού Τύπου.
Επομένως, όλα τα διαθέσιμα τεχνάσματα στρεψοδικίας πρέπει να επιστρατευτούν
προκειμένου να υπερασπιστεί κάποιος τον εαυτό του, ξεγλιστρώντας από τη δύσκολη
θέση, αποφεύγοντας τις ερωτήσεις, απαντώντας με ευλογοφανείς αοριστίες,
εκτρέποντας και διαστρεβλώνοντας το θέμα ελισσόμενος, προσπαθώντας πάντα να
φαίνεται ειλικρινής ενώ είναι το αντίθετο. Αυτή είναι η φύση των αντιπαραθέσεων
στο μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής και δημόσιας ζωής, η οποία ως εκ τούτου δεν
αποτελεί κονίστρα διαλόγου αλλά εξευτελισμού.
Εκείνοι
που επινόησαν την αμφιλεγόμενη τέχνη της επικράτησης σε μια αντιπαράθεση, ακόμη
κι αν αυτό ήταν μια προσπάθεια να κάνουν τη χειρότερη περίπτωση να φαίνεται ως
η καλύτερη, ήταν οι σοφιστές της αρχαίας Αθήνας, τους οποίους ο Σωκράτης και ο
εξίσου διάσημος μαθητής του, Πλάτωνας, απεχθάνονταν διότι δεν έδειχναν κανένα
ενδιαφέρον για την αλήθεια και (ακόμη χειρότερα κατά τον Σωκράτη) αμείβονταν
για να διδάξουν τα τεχνάσματά τους.
Οι
σοφιστές είχαν πάρα πολλούς πελάτες διότι η επιτυχία στις πολιτείες του αρχαίου
κόσμου εξαρτιόταν από τη ρητορική δεινότητα. Κάθε ανήλικος άνδρας ήταν μέλος
του κυβερνητικού σώματος και έπρεπε να αναλαμβάνει τις δικές του νομικές
υποθέσεις όταν υπήρχε ανάγκη. Μια τάξη γραφιάδων δημιουργήθηκε, που παρείχε επ’
αμοιβή ομιλίες για κάθε περίσταση. Αυτό όμως δεν υποβάθμισε την αξία της
ρητορικής, που γρήγορα συστηματοποιήθηκε ως επιστήμη από τους πρώτους δασκάλους
της.
Ο
Άρτουρ Σοπενχάουερ, ένας απ’ τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 19ου
αιώνα, αναγνώρισε όλα τα τεχνάσματα και τους ανειλικρινείς τρόπους της
ρητορικής που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας, διότι είχε βαθιά γνώση της
κλασικής ρητορικής παράδοσης. Εξάλλου, τα είχε συναντήσει όλα αυτά στους
δικολαβισμούς των πολιτικών και των διάφορων άλλων υποκριτών, και σαν απάντηση έγραψε
το οξύ έργο του «Η τέχνη του να έχεις
πάντα δίκιο».
Αυτή η ανατρεπτική
μικρή πραγματεία παρουσιάζεται ως εγχειρίδιο επικράτησης έναντι οποιουδήποτε
αντιπάλου σε μια αντιπαράθεση. «Εριστική διαλεκτική» έγραψε ο ίδιος ο Σοπενχάουερ, συγκαλύπτοντας έτσι
κάθε ειρωνικό τόνο, «είναι η τέχνη
του να λογομαχεί κανείς με τέτοιο τρόπο ώστε να υπερασπίζεται επαρκώς τις
θέσεις του, είτε έχει δίκιο είτε άδικο». Και σαν να ήθελε να
διαβεβαιώσει τους αναγνώστες του ότι το εννοούσε ειλικρινά αυτό, πρόσθεσε: «Σε μια αντιπαράθεση,
πρέπει να αγνοήσουμε την αντικειμενική αλήθεια, ή μάλλον να την εκλάβουμε ως
μια τυχαία συγκυρία, και να επικεντρωθούμε μόνο στην υπεράσπιση της θέσης μας
και στην αντίκρουση της θέσης του αντιπάλου». Διότι κάποιος μπορεί
να έχει αντικειμενικά δίκιο και εν τούτοις οι ακροατές ή και ο ίδιος ακόμη, να
σχηματίσουν την εντύπωση ότι υστερεί.
Για
παράδειγμα, καθώς προχωρώ στην απόδειξη ενός ισχυρισμού, μπορεί ο αντίπαλός μου
να διαψεύσει την απόδειξη και να φανεί έτσι ότι διαψεύδει και τον ίδιο τον ισχυρισμό
μου. Ενδέχεται ωστόσο να υπάρχουν κι άλλες αποδείξεις. Στην περίπτωση αυτή, ο
αντίπαλός μου κι εγώ αλλάζουμε θέσεις: εκείνος φαίνεται σαν να έχει δίκιο,
παρόλο που αντικειμενικά έχει άδικο.
Ασφαλώς,
η αληθινή πρόσθεση του Σοπενχάουερ ήταν να επιστήσει την προσοχή των αναγνωστών
του στα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι υπόλοιποι, είτε πρόκειται
για πολιτικούς είτε για δημοσιογράφους, διαφημιστές ή εμπόρους. Προφασιζόμενος
ότι διδάσκει τη «στρεψοδικία» (όπως
χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος τη ρητορική), στην πραγματικότητα δίδαξε πώς να
την αναγνωρίζει κανείς και, κατ’ επέκταση, πώς να την αντιμετωπίζει. Αυτό το
δηκτικό μικρό έργο παραμένει ακόμα και σήμερα ένα πολύτιμο εργαλείο για το
σκοπό αυτό.
Τα
τεχνάσματα που περιγράφει ο Σοπενχάουερ είναι ποικίλα. Εκνεύρισε τον αντίπαλό σου, κάνε προσωπική επίθεση στον ίδιο αντί
στα επιχειρήματά του, κάνε του τόσο πολλές ερωτήσεις ώστε να τον μπερδέψεις,
εάν αρνείται μια θέση, διατύπωσε την αλλιώς ώστε να φαίνεται πως την δέχεται,
χρησιμοποίησε λεπτούς διαχωρισμούς και εξειδικευμένους ορισμούς προκειμένου να συσκοτίσεις
το ζήτημα, κάνε τον αντίπαλό σου να συμφωνήσει με αρκετές αληθείς θέσεις κι
ύστερα παρέμβαλε μεταξύ αυτών και τη θέση που θέλεις να παραδεχτεί,
απόσπασε γρήγορα την προσοχή του αντιπάλου σου από οποιοδήποτε επιχείρημα με το
οποίο θα μπορούσε να σε νικήσει, εισηγούμενος εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης
–κ.ο.κ., με
δεκάδες υπόλοιπα κόλπα για να επικρατήσει σε μια αντιπαράθεση
πάση θυσία.
Γιατί συμβαίνει
αυτό; Ο Σοπενχάουερ πιστεύει ότι οφείλεται στην εγγενή ποταπότητα της
ανθρώπινης φύσης. Αν η
ανθρώπινη φύση δεν ήταν ποταπή, αλλά απόλυτα έντιμη, θα έπρεπε σε κάθε
αντιπαράθεση να αποβλέπουμε μόνο στην αποκάλυψη της αλήθειας. Δεν θα έπρεπε να
μας απασχολεί ούτε στο ελάχιστο αν η αλήθεια θα αποδειχτεί υπέρ της άποψης που
εκφράσαμε αρχικά ή υπέρ της άποψης του αντιπάλου μας. Αυτό δεν θα έπρεπε να
θεωρείται σημαντικό ζήτημα ή, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να θεωρείται
δευτερεύουσας σημασίας.
Όμως,
όπως έχουν τα πράγματα, αποτελεί πρωταρχικό μέλημα. Η έμφυτη ματαιοδοξία μας,
που είναι ιδιαίτερα εύθικτη όταν πρόκειται για τη νοητική μας ικανότητα, δεν
επιτρέπεται να δεχτούμε πως η αρχική μας τοποθέτηση ήταν εσφαλμένη και ότι η
θέση του αντιπάλου μας ήταν η σωστή.
Η λύση σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση
θα ήταν να μπαίνουμε πάντα στον κόπο να σχηματίζουμε σωστές απόψεις.
Γι’ αυτό και θα
έπρεπε κανείς να σκέφτεται προτού μιλήσει.
Όμως, στους περισσότερους ανθρώπους η έμφυτη ματαιοδοξία συνοδεύεται από
φλυαρία και εγγενή ανειλικρίνεια. Οι περισσότεροι άνθρωποι μιλούν προτού
σκεφτούν, και μάλιστα, αν αργότερα αντιληφθούν πως έχουν άδικο, επιθυμούν να
αποδειχτεί το αντίθετο. Το ενδιαφέρον για την αλήθεια, που υποτίθεται ότι ήταν
το μοναδικό τους κίνητρο όταν άρχισαν να αναπτύσσουν την άποψη που θεωρούσαν
ορθή, παραχωρεί πλέον τη θέση του στη ματαιοδοξία.
Ο
πειρασμός της ματαιοδοξίας είναι μεγάλος. Η αδυναμία της σκέψης συμπληρώνει τη διαστροφή
της βούλησης. Γι’ αυτό, κατά κανόνα,
κάθε συζητητής δεν αγωνίζεται για την
αλήθεια, αλλά για την άποψή του σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Αγωνίζεται
ανεξάρτητα από το δίκιο ή το άδικο. Από την καθημερινή εμπειρία
αποδεικνύεται ότι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, κάθε άνθρωπος επιμένει στον αρχικό του
ισχυρισμό, ακόμη κι αν προς στιγμήν τον θεωρήσει λανθασμένο ή αβέβαιο. Κι αυτό
δεν φέρνει τίποτα άλλο στο νου από τις συμβουλές του Μακιαβέλι στον Πρίγκιπά
του.
[αποσπασματικές επιλογές από την εισαγωγή A.C. Grayling και τις πρώτες ενότητες του βιβλίου Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΠΑΝΤΑ
ΔΙΚΙΟ του Αρτουρ Σοπενχάουερ, Εκδόσεις Πατάκη 2009]
Όταν ο Σοπενχάουερ έγραφε το δοκίμιο Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΠΑΝΤΑ
ΔΙΚΙΟ σκόπευε άραγε να δημιουργήσει μια σπουδή στην ειρωνεία; Το δοκίμιο αυτό
προσφέρει δραστικές πρακτικές συμβουλές για να νικήσει κανείς τον αντίπαλό του
σε μια αντιπαράθεση, και οι συμβουλές αυτές είναι ανενδοίαστα «μακιαβελικές».
Ίσως ο Σοπενχάουερ, γράφοντας σκόπιμα αυτό το δοκίμιο με τόσο προκλητικό τρόπο,
απηχεί εκείνους τους σοφιστές της κλασικής αρχαιότητας, οι οποίοι σύμφωνα με
την αρνητική τους πλευρά, προσφέρθηκαν να διδάξουν οποιονδήποτε, και μάλιστα
επί πληρωμή, πώς να κάνει τη χειρότερη περίπτωση να φαίνεται ως η καλύτερη και
την καλύτερη να φαίνεται ω η χειρότερη, ανεξάρτητα από την αλήθεια ή τη
δικαιοσύνη… Πώς είναι άραγε δυνατόν να επιχειρηματολογεί κανείς με στόχο την
επικράτησή του ανεξάρτητά από την αλήθεια; Η απάντηση είναι απλή σύμφωνα με τον
Σοπενχάουερ: πρόκειται για την «εγγενή ποταπότητα της ανθρώπινης φύσης», η
οποία απορρέει από μια έμφυτη ματαιοδοξία και από το γεγονός ότι οι άνθρωποι,
αντί να σκέφτονται πριν μιλήσουν, είναι φλύαροι και σπεύδουν να υιοθετήσουν μια
άποψη, την οποία στη συνέχεια υπερασπίζονται από πείσμα και εγωισμό, χωρίς στην
πραγματικότητα να γνωρίζουν ότι είναι σωστή ή λανθασμένη. Η ματαιοδοξία πάντοτε
υπερτερεί της αλήθειας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου