Σας παραθέτω παρακάτω μια ιστορία... Διαβάστε την, αξίζει τον κόπο. Μερικές φορές μέσα από εικόνες και ιστορίες, περιγράφεται με τον καλύτερο τρόπο η πραγματικότητα...
Όταν κάποτε έπεσε αρρώστια στο χωριό, κι όλα έδειχναν πως θα ήταν σοβαρή, έτυχε ο καλοζωισμένος και ευτραφής γιατρός του τόπου, τρανός στα λόγια κι από ονομαστή γενιά, αλλά μάλλον λίαν ασθενής κι ο ίδιος ένεκα των δήλων κι άδηλων παθών και της φουσκωμένης του εικόνας, να εγκαταλείψει το χωριό στη μοίρα του, όταν πια καμία αμφιβολία δεν υπήρχε ότι τίποτα δεν περνούσε από το χέρι του να κάμει. Αν και στα σπίτια του χωριού λόγια ανταλλάσσονταν ψιθυριστά πίσω από κλειστά παραθύρια ότι έφυγε τη νύχτα γιατί τέτοια εντολή του άφησε στο παραθύρι ένας κόρακας, μήνυμα των αφεντικών του που του ’φερε, λέγανε, δεμένο στο πόδι του ένα δειλινό. Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε ο γιατρός, φήμες μονάχα πέταξαν σα νυχτερίδες από το καμπαναριό, ότι πήρε αλλού τα πάθη του κι έσυρε την εικόνα του και συνέχισε να ζει όπως ζούσε σα σπουδαίος και τρανός αλλά σε μακρινό χωριό, εκεί που πάντα ήταν η ψυχή του.
Λέγανε ακόμη ότι την ίδια νύχτα ένας άλλος κόρακας, έξυπνο πουλί, έφερε ένα άλλο μήνυμα, αυτή την φορά στο παραθύρι του σπιτιού στην απέναντι άκρη της πλατείας, όπου ζούσε λίγο ξεχασμένος από την ιστορία της δικής του τρανής γενιάς ένας μαθητευόμενος γιατρός. Αντίθετα με τους προγόνους του, αλλά τόσο παρόμοια με την ιστορία του φυγά γιατρού, κι ο ίδιος ήταν πάντοτε μαθητευόμενος, και μέχρι τότε ποτέ δεν είχε θεραπεύσει ασθενή, μήτε κι από κρυολόγημα. Χρόνια πάλευε να αποδείξει στη μητέρα του, μια άφαντη γριά από ξένο τόπο, ότι κι αυτός είχε κάποια αξία. Βέβαια, είχε πράγματι κι αυτός αξία, αλλά πιο επικίνδυνο από το να μην έχεις αξία είναι να έχεις και να μην το πιστεύεις, κι έτσι να περιμένεις από άλλους να σ’ την ορίσουν, κι όταν εκείνοι σου το κάνουν, τότε να νομίζεις ότι είσαι άξιος μόνο γι’ αυτό που αυτοί σου είπαν ότι αξίζεις.
Εκείνος φαινόταν πάντα πρόθυμος, αλλά ζούσε στων προγόνων τη σκιά. Ήταν λίγο κωμικός, γιατί μιλούσε σαν να ‘ταν μεθυσμένος, μπέρδευε συχνά τα λόγια του και πιθανώς τις σκέψεις του πιο μέσα, ήτανε σαν αφηρημένος και σα να μη σκεφτόταν στη λαλιά του τόπου. Αλλά ήταν πάντοτε στο πρόσωπό του η υγεία και η αντοχή. Γιατί παρά τα χρόνια του, ποτέ δεν αρνιόταν την ευκαιρία να επιδείξει τη φυσική του ρώμη. Ίσως είχε ευλογηθεί με κάποιαν αρετή, γιατί κανέναν δεν αφήνει ο Θεός χωρίς κάποια αρετή, ακόμη κι εκείνους που εμφανώς έχουν περισσή κάποια φαυλότητα επάνω τους.
Το επόμενο πρωί, μετά που μαθεύτηκε ότι έφυγε ο χοντρός γιατρός, η πλατεία μπροστά στη θύρα του άρχισε να γεμίζει με ασθενείς. Έφερναν τ’ αρρωστημένα τους σαρκία, κι άλλοι έφερναν τους συγγενείς και τα παιδιά τους έχοντας θυμηθεί ότι υπήρχε κι αυτός εκεί και είχανε μιαν ελπίδα να τους θεραπεύσει. Η μάνα του στην ξένη της λαλιά τού είπε τότε ότι ήταν η ευκαιρία την ευκαιρία να μην χάσει. «Τώρα», συνέχισε με λέξεις ξένες, «εσύ είσαι η μόνη λύση τους, γιατί θυμήθηκαν τη δοξασμένη σου γενιά. Αλλά δεν σε ξέρουν όπως εγώ, κι ελπίζουν στα χέρια ενός άμαθου. Στείλε γοργά απάντηση στα ξένα —να! πάρε το κοράκι— και πες τους ότι αν έλθουν με τα φάρμακα και τις συνταγές τους και γλήγορα την τέχνη σού διδάξουν τη θεραπευτική, μα όχι πριν όλοι ασθενήσουν, τότε η δόξα δική σου θα ’ναι, και γι’ αυτούς ακόμη πιο σπουδαία η αμοιβή. Έτσι κι εσύ θα γίνεις του πατέρα άξιος γιος, κι αυτοί θα ωφεληθούν με κάθε μέσο.»
Ενθαρρυμένος, έστειλε στους ξένους το χαρτί. Κι όσο στην πλατεία πλήθαινε η αρρώστια, εκείνος καρτερούσε την ώρα μέχρι όλοι να πέσουν στο κρεβάτι και τότε όλοι τη δική του βοήθεια να ζητήσουν. Έστειλε μαντάτο και στον οικονόμο του παλιού γιατρού απέναντι να δίνει σ’ όσους απελπισμένους έψαχναν στα άδεια ράφια του ανακούφιση, εκείνος να τους λέει μόνο λόγια παρηγοριάς και με ευχές να τους στέλνει στο καλό. Και μετά ήλθαν οι γιατροί από τον ξένο τόπο. Ήταν τρεις και φθάναν’ κάθε τρίτη εβδομάδα. Τον πάτησαν τον τόπο, κι ο τόπος δεν τους έστερξε, αλλά ο γιος των παλαιών προγόνων τούς έμπασε στο σπίτι του κι η μάνα του τους φίλεψε και τους μίλησε στην ξένη γλώσσα. Κι αυτοί του δίνανε μια φιάλη από το ξένο φάρμακο, που ήταν στο στόμα σα φαρμάκι, κι αυτό θα όφειλε ν’ αρκεί στον κάθε συνετό και σώφρονα να δει ότι ήταν βλαβερό. Το φάρμακο το ήπιαν όμως οι ασθενείς, γιατί όταν αρρωσταίνει το σώμα ασθενεί και το μυαλό και ό,τι έμοιαζε σα δηλητήριο πριν, τώρα περνιέται εύκολα για βάλσαμο.
Κι όλο που έρχονταν οι τρεις οι ξένοι, κι όλο που πιο βαθιά στη νόσο βυθιζόταν το χωριό. Και λόγια ελπίδας που ακούστηκαν, μα όλοι πίσω από κλειστά παράθυρα μιλούσαν για το τέλος που ερχόταν. Κάποιοι σηκώθηκαν και πήγαν στην πλατεία. Εκεί σηκώσανε ψηλές γροθιές και φωνές ουρανομήκεις. Αλλά κατόπιν, θες η αρρώστια, θες του ήλιου ο καύσος, θες πάλι του γιου οι υπηρέτες που βγήκαν με μακριά ραβδιά και τους ραβδίζανε ανελέητα, ότι τάχα λερώνανε την όμορφη πλατεία —στον τόπο αυτό που τίποτα ποτέ δεν είχε λογαριαστεί για όμορφο, αν δεν το χαίρονταν οι άνθρωποί του, μα τώρα μπορούσε για τέτοιο να ιδωθεί και δίχως αυτούς— κι εκείνοι ακόμη υποχώρησαν.
Οι ξένοι φέραν’ τα χαρτιά τους. Σ’ αυτά, με γράμματα μεγάλα και μικρά και με περίτεχνες υπογραφές και όμορφες εικόνες ζητούσαν για κάθε φιάλη απ’ το φαρμάκι να τους δώσει ο τόπος κι ένα αντάλλαγμα. Ο τόπος είχε φτωχύνει, κι ο χρυσός και το ασήμι από τα κοσμήματα των γυναικών ήταν λειψά. Κι όταν όλος ο λιγοστός ο πλούτος είχε πετάξει για τα ξένα, πάντοτε ο τόπος είχε τον ήλιο του και το νερό του να τους δώσει. Και είχε και τη γη του την πολύτιμη. Και είχε και αέρα. Και είχε, πολύ σπουδαιότερο, τη μελλοντική υπόσχεση ότι σύντομα δεν θα είχε το βάρος των ανθρώπων του να στέκεται εμπόδιο ανάμεσα στον τόπο και τους ξένους. Γιατί η μόνη θεραπεία της νόσου που οι ξένοι έβλεπαν ήταν εκείνη που δεν θα της επέτρεπε να εξαπλωθεί και στους δικούς τους τόπους, κι αυτή θα ήταν η εξάλειψη των ασθενών σε τούτη ’δω τη γη...
Λέγανε ακόμη ότι την ίδια νύχτα ένας άλλος κόρακας, έξυπνο πουλί, έφερε ένα άλλο μήνυμα, αυτή την φορά στο παραθύρι του σπιτιού στην απέναντι άκρη της πλατείας, όπου ζούσε λίγο ξεχασμένος από την ιστορία της δικής του τρανής γενιάς ένας μαθητευόμενος γιατρός. Αντίθετα με τους προγόνους του, αλλά τόσο παρόμοια με την ιστορία του φυγά γιατρού, κι ο ίδιος ήταν πάντοτε μαθητευόμενος, και μέχρι τότε ποτέ δεν είχε θεραπεύσει ασθενή, μήτε κι από κρυολόγημα. Χρόνια πάλευε να αποδείξει στη μητέρα του, μια άφαντη γριά από ξένο τόπο, ότι κι αυτός είχε κάποια αξία. Βέβαια, είχε πράγματι κι αυτός αξία, αλλά πιο επικίνδυνο από το να μην έχεις αξία είναι να έχεις και να μην το πιστεύεις, κι έτσι να περιμένεις από άλλους να σ’ την ορίσουν, κι όταν εκείνοι σου το κάνουν, τότε να νομίζεις ότι είσαι άξιος μόνο γι’ αυτό που αυτοί σου είπαν ότι αξίζεις.
Εκείνος φαινόταν πάντα πρόθυμος, αλλά ζούσε στων προγόνων τη σκιά. Ήταν λίγο κωμικός, γιατί μιλούσε σαν να ‘ταν μεθυσμένος, μπέρδευε συχνά τα λόγια του και πιθανώς τις σκέψεις του πιο μέσα, ήτανε σαν αφηρημένος και σα να μη σκεφτόταν στη λαλιά του τόπου. Αλλά ήταν πάντοτε στο πρόσωπό του η υγεία και η αντοχή. Γιατί παρά τα χρόνια του, ποτέ δεν αρνιόταν την ευκαιρία να επιδείξει τη φυσική του ρώμη. Ίσως είχε ευλογηθεί με κάποιαν αρετή, γιατί κανέναν δεν αφήνει ο Θεός χωρίς κάποια αρετή, ακόμη κι εκείνους που εμφανώς έχουν περισσή κάποια φαυλότητα επάνω τους.
Το επόμενο πρωί, μετά που μαθεύτηκε ότι έφυγε ο χοντρός γιατρός, η πλατεία μπροστά στη θύρα του άρχισε να γεμίζει με ασθενείς. Έφερναν τ’ αρρωστημένα τους σαρκία, κι άλλοι έφερναν τους συγγενείς και τα παιδιά τους έχοντας θυμηθεί ότι υπήρχε κι αυτός εκεί και είχανε μιαν ελπίδα να τους θεραπεύσει. Η μάνα του στην ξένη της λαλιά τού είπε τότε ότι ήταν η ευκαιρία την ευκαιρία να μην χάσει. «Τώρα», συνέχισε με λέξεις ξένες, «εσύ είσαι η μόνη λύση τους, γιατί θυμήθηκαν τη δοξασμένη σου γενιά. Αλλά δεν σε ξέρουν όπως εγώ, κι ελπίζουν στα χέρια ενός άμαθου. Στείλε γοργά απάντηση στα ξένα —να! πάρε το κοράκι— και πες τους ότι αν έλθουν με τα φάρμακα και τις συνταγές τους και γλήγορα την τέχνη σού διδάξουν τη θεραπευτική, μα όχι πριν όλοι ασθενήσουν, τότε η δόξα δική σου θα ’ναι, και γι’ αυτούς ακόμη πιο σπουδαία η αμοιβή. Έτσι κι εσύ θα γίνεις του πατέρα άξιος γιος, κι αυτοί θα ωφεληθούν με κάθε μέσο.»
Ενθαρρυμένος, έστειλε στους ξένους το χαρτί. Κι όσο στην πλατεία πλήθαινε η αρρώστια, εκείνος καρτερούσε την ώρα μέχρι όλοι να πέσουν στο κρεβάτι και τότε όλοι τη δική του βοήθεια να ζητήσουν. Έστειλε μαντάτο και στον οικονόμο του παλιού γιατρού απέναντι να δίνει σ’ όσους απελπισμένους έψαχναν στα άδεια ράφια του ανακούφιση, εκείνος να τους λέει μόνο λόγια παρηγοριάς και με ευχές να τους στέλνει στο καλό. Και μετά ήλθαν οι γιατροί από τον ξένο τόπο. Ήταν τρεις και φθάναν’ κάθε τρίτη εβδομάδα. Τον πάτησαν τον τόπο, κι ο τόπος δεν τους έστερξε, αλλά ο γιος των παλαιών προγόνων τούς έμπασε στο σπίτι του κι η μάνα του τους φίλεψε και τους μίλησε στην ξένη γλώσσα. Κι αυτοί του δίνανε μια φιάλη από το ξένο φάρμακο, που ήταν στο στόμα σα φαρμάκι, κι αυτό θα όφειλε ν’ αρκεί στον κάθε συνετό και σώφρονα να δει ότι ήταν βλαβερό. Το φάρμακο το ήπιαν όμως οι ασθενείς, γιατί όταν αρρωσταίνει το σώμα ασθενεί και το μυαλό και ό,τι έμοιαζε σα δηλητήριο πριν, τώρα περνιέται εύκολα για βάλσαμο.
Κι όλο που έρχονταν οι τρεις οι ξένοι, κι όλο που πιο βαθιά στη νόσο βυθιζόταν το χωριό. Και λόγια ελπίδας που ακούστηκαν, μα όλοι πίσω από κλειστά παράθυρα μιλούσαν για το τέλος που ερχόταν. Κάποιοι σηκώθηκαν και πήγαν στην πλατεία. Εκεί σηκώσανε ψηλές γροθιές και φωνές ουρανομήκεις. Αλλά κατόπιν, θες η αρρώστια, θες του ήλιου ο καύσος, θες πάλι του γιου οι υπηρέτες που βγήκαν με μακριά ραβδιά και τους ραβδίζανε ανελέητα, ότι τάχα λερώνανε την όμορφη πλατεία —στον τόπο αυτό που τίποτα ποτέ δεν είχε λογαριαστεί για όμορφο, αν δεν το χαίρονταν οι άνθρωποί του, μα τώρα μπορούσε για τέτοιο να ιδωθεί και δίχως αυτούς— κι εκείνοι ακόμη υποχώρησαν.
Οι ξένοι φέραν’ τα χαρτιά τους. Σ’ αυτά, με γράμματα μεγάλα και μικρά και με περίτεχνες υπογραφές και όμορφες εικόνες ζητούσαν για κάθε φιάλη απ’ το φαρμάκι να τους δώσει ο τόπος κι ένα αντάλλαγμα. Ο τόπος είχε φτωχύνει, κι ο χρυσός και το ασήμι από τα κοσμήματα των γυναικών ήταν λειψά. Κι όταν όλος ο λιγοστός ο πλούτος είχε πετάξει για τα ξένα, πάντοτε ο τόπος είχε τον ήλιο του και το νερό του να τους δώσει. Και είχε και τη γη του την πολύτιμη. Και είχε και αέρα. Και είχε, πολύ σπουδαιότερο, τη μελλοντική υπόσχεση ότι σύντομα δεν θα είχε το βάρος των ανθρώπων του να στέκεται εμπόδιο ανάμεσα στον τόπο και τους ξένους. Γιατί η μόνη θεραπεία της νόσου που οι ξένοι έβλεπαν ήταν εκείνη που δεν θα της επέτρεπε να εξαπλωθεί και στους δικούς τους τόπους, κι αυτή θα ήταν η εξάλειψη των ασθενών σε τούτη ’δω τη γη...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου