Στο «μικροσκόπιο» οι Barclays, Deutsche Bank, HSBC, Societe Generale και Bank of Nova Scotia
Από τον Δημήτρη Ζάντζα Η υπόθεση της χειραγώγησης των τιμών του χρυσού, η οποία μέχρι στιγμής τυγχάνει εξαιρετικά… «διακριτικών» χειρισμών όχι μόνο σε επικοινωνιακό επίπεδο, αλλά και από τις αρμόδιες εποπτικές Αρχές, έχει όλες τις προϋποθέσεις ώστε να εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στα παγκόσμια χρονικά.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2013, δύο Αυστραλοί πανεπιστημιακοί, ο Andrew Caminschi και ο Richard Heaney, δημοσίευσαν στο «Journal of Futures Markets» μια μελέτη τους, υποστηρίζοντας ότι έχουν εντοπίσει επαναλαμβανόμενα συναλλακτικά μοτίβα σε παράγωγα προϊόντα της αγοράς του χρυσού, τα οποία θα μπορούσαν να παραπέμπουν σε χειραγώγηση. Η μελέτη πέρασε στα… «ψιλά», δεδομένης της σοβαρότητας των ευρημάτων.
Χρειάστηκε να περάσουν δύο μήνες, έως ότου διέρρευσε σε ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία η πληροφορία, από ανώνυμη πηγή, ότι η βρετανική FCA (Financial Conduct Authority) έχει αρχίσει «αθόρυβα» μια έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσον η διαδικασία καθορισμού των τιμών του χρυσού, το γνωστό «gold fixing», είναι ευάλωτη σε χειραγώγηση και προσδίδει πλεονέκτημα στους συμμετέχοντες. Η FCA απέφυγε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τη διεξαγωγή έρευνας. Απέφυγε να το κάνει ακόμα και όταν έδωσε στη δημοσιότητα έκθεσή της, με ημερομηνία 27 Φεβρουαρίου 2014 και με τον γενικό τίτλο «Commodity Markets Update», στην οποία σχολίαζε ότι είναι εντός της αρμοδιότητάς της να επιβλέπει τα παράγωγα στις αγορές εμπορευμάτων, όχι όμως και τις αντίστοιχες φυσικές αγορές.
Συνέχιζε, λέγοντας ότι «καταχρηστική συμπεριφορά μπορεί να προκύψει στις φυσικές αγορές εμπορευμάτων, κάτι που, με τη σειρά του, μπορεί να έχει αντίκτυπο ή να συνδέεται άμεσα με τη δραστηριότητα και τις τιμές στη χρηματοπιστωτική αγορά», ενώ τόνιζε ότι «το ρυθμιστικό καθεστώς, τόσο στη Βρετανία όσο και διεθνώς, θα πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να εξασφαλιστεί ισχυρή και επαρκής εποπτεία». Ήταν ίσως η πιο ξεκάθαρη έμμεση τοποθέτηση που θα μπορούσε να γίνει σε εκείνο το χρονικό σημείο. Στο μεταξύ, αντίστοιχες ανώνυμες διαρροές έφεραν και την αμερικανική CFTC (Commodity Futures Trading Commission) να έχει ασχοληθεί με το ίδιο ζήτημα σε «κλειστές» συνεδριάσεις της.
Νέα μελέτη-σοκ
Ακριβώς την επόμενη ημέρα, έγινε γνωστό ότι η Rosa Abrantes-Metz επίσης διαπιστώνει «ενδείξεις αθέμιτων συμπεριφορών» στη spot αγορά του χρυσού, και μάλιστα για διάστημα μίας δεκαετίας! Στο προσχέδιο μιας νέας μελέτης της, η καθηγήτρια του Stern School of Business του New York University -η οποία είναι παράλληλα σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Οργανισμού Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς (IOSCO)- αναφέρει ότι η διαδικασία καθορισμού των τιμών αναφοράς «είναι σίγουρα ευνοϊκή για αθέμιτες πρακτικές και χειραγώγηση» και τονίζει ότι εντοπίζει δεδομένα που είναι συμβατά με εικόνα χειραγώγησης.
Η Abrantes-Metz ανέλυσε στοιχεία της περιόδου 20012013, αναζητώντας ανεξήγητες διακυμάνσεις της τιμής του χρυσού, οι οποίες ενδεχομένως να υποδηλώνουν χειραγώγηση.
Από τον Δημήτρη Ζάντζα Η υπόθεση της χειραγώγησης των τιμών του χρυσού, η οποία μέχρι στιγμής τυγχάνει εξαιρετικά… «διακριτικών» χειρισμών όχι μόνο σε επικοινωνιακό επίπεδο, αλλά και από τις αρμόδιες εποπτικές Αρχές, έχει όλες τις προϋποθέσεις ώστε να εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στα παγκόσμια χρονικά.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2013, δύο Αυστραλοί πανεπιστημιακοί, ο Andrew Caminschi και ο Richard Heaney, δημοσίευσαν στο «Journal of Futures Markets» μια μελέτη τους, υποστηρίζοντας ότι έχουν εντοπίσει επαναλαμβανόμενα συναλλακτικά μοτίβα σε παράγωγα προϊόντα της αγοράς του χρυσού, τα οποία θα μπορούσαν να παραπέμπουν σε χειραγώγηση. Η μελέτη πέρασε στα… «ψιλά», δεδομένης της σοβαρότητας των ευρημάτων.
Χρειάστηκε να περάσουν δύο μήνες, έως ότου διέρρευσε σε ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία η πληροφορία, από ανώνυμη πηγή, ότι η βρετανική FCA (Financial Conduct Authority) έχει αρχίσει «αθόρυβα» μια έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσον η διαδικασία καθορισμού των τιμών του χρυσού, το γνωστό «gold fixing», είναι ευάλωτη σε χειραγώγηση και προσδίδει πλεονέκτημα στους συμμετέχοντες. Η FCA απέφυγε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τη διεξαγωγή έρευνας. Απέφυγε να το κάνει ακόμα και όταν έδωσε στη δημοσιότητα έκθεσή της, με ημερομηνία 27 Φεβρουαρίου 2014 και με τον γενικό τίτλο «Commodity Markets Update», στην οποία σχολίαζε ότι είναι εντός της αρμοδιότητάς της να επιβλέπει τα παράγωγα στις αγορές εμπορευμάτων, όχι όμως και τις αντίστοιχες φυσικές αγορές.
Συνέχιζε, λέγοντας ότι «καταχρηστική συμπεριφορά μπορεί να προκύψει στις φυσικές αγορές εμπορευμάτων, κάτι που, με τη σειρά του, μπορεί να έχει αντίκτυπο ή να συνδέεται άμεσα με τη δραστηριότητα και τις τιμές στη χρηματοπιστωτική αγορά», ενώ τόνιζε ότι «το ρυθμιστικό καθεστώς, τόσο στη Βρετανία όσο και διεθνώς, θα πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να εξασφαλιστεί ισχυρή και επαρκής εποπτεία». Ήταν ίσως η πιο ξεκάθαρη έμμεση τοποθέτηση που θα μπορούσε να γίνει σε εκείνο το χρονικό σημείο. Στο μεταξύ, αντίστοιχες ανώνυμες διαρροές έφεραν και την αμερικανική CFTC (Commodity Futures Trading Commission) να έχει ασχοληθεί με το ίδιο ζήτημα σε «κλειστές» συνεδριάσεις της.
Νέα μελέτη-σοκ
Ακριβώς την επόμενη ημέρα, έγινε γνωστό ότι η Rosa Abrantes-Metz επίσης διαπιστώνει «ενδείξεις αθέμιτων συμπεριφορών» στη spot αγορά του χρυσού, και μάλιστα για διάστημα μίας δεκαετίας! Στο προσχέδιο μιας νέας μελέτης της, η καθηγήτρια του Stern School of Business του New York University -η οποία είναι παράλληλα σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Οργανισμού Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς (IOSCO)- αναφέρει ότι η διαδικασία καθορισμού των τιμών αναφοράς «είναι σίγουρα ευνοϊκή για αθέμιτες πρακτικές και χειραγώγηση» και τονίζει ότι εντοπίζει δεδομένα που είναι συμβατά με εικόνα χειραγώγησης.
Η Abrantes-Metz ανέλυσε στοιχεία της περιόδου 20012013, αναζητώντας ανεξήγητες διακυμάνσεις της τιμής του χρυσού, οι οποίες ενδεχομένως να υποδηλώνουν χειραγώγηση.
Παρατήρησε ότι από το 2004 και μετά πράγματι υπήρχαν τέτοιες
διακυμάνσεις, οι οποίες δεν παρατηρούνταν πριν από το 2004. Με δεδομένο
ότι η ίδια είχε συμβάλει καθοριστικά, με προηγούμενη μελέτη της, στην
αποκάλυψη του σκανδάλου χειραγώγησης του Libor, οι νέες διαπιστώσεις της
πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να αγνοηθούν. Οι ύποπτες ενδείξεις που
εντόπισε αφορούν την κίνηση των τιμών του χρυσού κυρίως στις
απογευματινές τηλεδιασκέψεις των πέντε μελών της London Gold Market
Fixing (Barclays, Deutsche Bank, Bank of Nova Scotia, HSBC και Societe
Generale). «Είναι σαν να υπάρχει πράγματι συνεργασία μεταξύ των
συμμετεχόντων», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αυτή η αναφορά έκανε πολλούς να ανατρέξουν ξανά στην έρευνα των Caminschi και Heaney. Διότι και αυτοί στις απογευματινές τηλεδιασκέψεις εντόπιζαν το… πρόβλημα/Εχοντας μελετήσει από το 2007 έως το 2012 τις συναλλαγές σε δύο από τα πιο δημοφιλή παράγωγα της αγοράς του χρυσού, τα futures που διαπραγματεύονται στο Comex και το SPDR Gold Trust, διαπίστωσαν ότι η συναλλακτική δραστηριότητα εμφανίζεται αυξημένη κατά 47,8% (κατά μέσο όρο) στις 15.01 ώρα Λονδίνου, δηλαδή στο πρώτο λεπτό μετά την έναρξη της απογευματινής τηλεδιάσκεψης της London Gold Market Fixing, σε σχέση με το διάστημα των 20 λεπτών που προηγείται της τηλεδιάσκεψης. Και παραμένει αυξημένη κατά 20% για τα επόμενα έξι λεπτά. Ωστόσο, αφότου καθοριστεί η τιμή, στο πρώτο λεπτό μετά τη λήξη της τηλεδιάσκεψης, το ποσοστό αυτό περιορίζεται σημαντικά, στο 8,7%.
«Αυτό που διαπιστώνουμε στην ανάλυσή μας είναι ένα είδος ομαδοποίησης των συναλλαγών» αμέσως μετά την ολοκλήρωση της τηλεδιάσκεψης, σημειώνουν, σχολιάζοντας ότι «οι κινήσεις στα παράγωγα υποδηλώνουν γνώση για την κατεύθυνση στην οποία θα κινηθεί η τιμή fix» και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν η διαδικασία του fixing είναι διαβλητή.
Το παράδειγμά που δίνουν είναι χαρακτηριστικό (τα ποσά είναι υπολογισμένα με βάση το δείγμα της έρευνάς τους): αν κάποιος αγόραζε στις 15.00 ώρα Λονδίνου 500 futures χρυσού, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι η τιμή fix θα κινούνταν ανοδικά, τότε μια διακύμανση 4 δολαρίων ήταν αρκετή για να αποφέρει κέρδος 200.000 δολαρίων. Αυτό, λαμβάνοντας υπόψη ότι η αγορά μπορεί να γίνει με margin, που σημαίνει ότι ο αγοραστής αρχικά «ποντάρει» πολύ μικρότερο κεφάλαιο σε σχέση με την αξία των συμβολαίων. Στο ίδιο δείγμα, ο όγκος που διακινούνταν κατά μέσο όρο μέσα σε 15 λεπτά, μέχρι στις 15.15, ήταν 4.500 συμβόλαια.
Οι πρώτες αντιδράσεις
Για πάρα πολύ καιρό, από τις αρχές Σεπτεμβρίου, καμία από τις πέντε τράπεζες δεν… καταδέχθηκε να σχολιάσει δημόσια καμία από τις δύο μελέτες. Το ίδιο ισχύει και για τις FCA και CFTC, των οποίων οι προθέσεις γίνονταν γνωστές μόνο μέσα από διαρροές. Χρειάστηκε ένας ιδιώτης επενδυτής, ο Kevin Maher, να καταθέσει σε δικαστήριο του Μανχάταν αγωγή κατά των πέντε τραπεζών (βασιζόμενος στην έρευνα της Abrantes-Metz), προκειμένου να υπάρξουν οι πρώτες επίσημες αντιδράσεις.
Η Deutsche Bank σχολίασε ότι η αγωγή δεν έχει βάση και ότι θα αποκρούσει με αποφασιστικότητα τις κατηγορίες. Η Societe Generale εξέδωσε ανακοίνωση με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο. Σε συνέντευξή του στο Bloomberg, ο CEO της Bank of Nova Scotia, Brian Porter, παραδέχθηκε ότι η διαδικασία που ακολουθείται σήμερα είναι «απαρχαιωμένη» και πρέπει να επανεξεταστεί, σχολιάζοντας πως οποιαδήποτε κίνηση μπορεί να βελτιώσει τη διαφάνειά της θα ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Από τις άλλες δύο τράπεζες δεν υπήρξε αντίδραση.
Πάντως, στην ιστοσελίδα του New York University, που φιλοξενεί το βιογραφικό της Rosa Abrantes-Metz, η ίδια συμπεριλαμβάνει στα πεδία του ερευνητικού της ενδιαφέροντος τις… συνωμοσίες. Κυριολεκτικά.
Και και τι κάνει η London Gold Market Fixing
Η London Gold Market Fixing είναι μια ιδιωτική εταιρεία που ελέγχεται -μετά την αποχώρηση της Rothschild & Sons το 2004-από τις Barclays, Deutsche Bank, Bank of Nova Scotia, HSBC και Societe Generale. Εκπρόσωποί τους πραγματοποιούν δύο τηλεδιασκέψεις κάθε εργάσιμη ημέρα, στις 10.30 και 15.00 ώρα Λονδίνου. Ο προεδρεύων προτείνει αρχικά μια ενδεικτική τιμή, σε δολάρια, κοντά στην τρέχουσα τιμή spot. Ανάλογα με τις εντολές των πελατών τους, αλλά για λογαριασμό των ιδίων, οι πέντε τράπεζες δηλώνουν το μέγεθος των εντολών αγοράς ή πώλησης. Αν, π.χ., οι εντολές αγοράς είναι περισσότερες, η διαδικασία ξεκινά εκ νέου με αυξημένη τιμή. Αυτό συμβαίνει έως ότου η διαφορά μεταξύ εντολών αγοράς και πώλησης να μην ξεπερνά τις 50 μπάρες (ή 620 κιλά). Η τελική τιμή εκφράζεται σε τρία νομίσματα (δολάριο, ευρώ, στερλίνα) και λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για την αγορά. Η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει από λίγα λεπτά έως και πάνω από μία ώρα. Στη διάρκειά της οι μετέχοντες μπορούν να συνεχίζουν κανονικά τις συναλλαγές σε χρυσό, τόσο στην αγορά spot όσο και σε παράγωγα.
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Κεφάλαιο” της 8ης Μαρτίου
ΠΗΓΗ
Αυτή η αναφορά έκανε πολλούς να ανατρέξουν ξανά στην έρευνα των Caminschi και Heaney. Διότι και αυτοί στις απογευματινές τηλεδιασκέψεις εντόπιζαν το… πρόβλημα/Εχοντας μελετήσει από το 2007 έως το 2012 τις συναλλαγές σε δύο από τα πιο δημοφιλή παράγωγα της αγοράς του χρυσού, τα futures που διαπραγματεύονται στο Comex και το SPDR Gold Trust, διαπίστωσαν ότι η συναλλακτική δραστηριότητα εμφανίζεται αυξημένη κατά 47,8% (κατά μέσο όρο) στις 15.01 ώρα Λονδίνου, δηλαδή στο πρώτο λεπτό μετά την έναρξη της απογευματινής τηλεδιάσκεψης της London Gold Market Fixing, σε σχέση με το διάστημα των 20 λεπτών που προηγείται της τηλεδιάσκεψης. Και παραμένει αυξημένη κατά 20% για τα επόμενα έξι λεπτά. Ωστόσο, αφότου καθοριστεί η τιμή, στο πρώτο λεπτό μετά τη λήξη της τηλεδιάσκεψης, το ποσοστό αυτό περιορίζεται σημαντικά, στο 8,7%.
«Αυτό που διαπιστώνουμε στην ανάλυσή μας είναι ένα είδος ομαδοποίησης των συναλλαγών» αμέσως μετά την ολοκλήρωση της τηλεδιάσκεψης, σημειώνουν, σχολιάζοντας ότι «οι κινήσεις στα παράγωγα υποδηλώνουν γνώση για την κατεύθυνση στην οποία θα κινηθεί η τιμή fix» και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν η διαδικασία του fixing είναι διαβλητή.
Το παράδειγμά που δίνουν είναι χαρακτηριστικό (τα ποσά είναι υπολογισμένα με βάση το δείγμα της έρευνάς τους): αν κάποιος αγόραζε στις 15.00 ώρα Λονδίνου 500 futures χρυσού, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι η τιμή fix θα κινούνταν ανοδικά, τότε μια διακύμανση 4 δολαρίων ήταν αρκετή για να αποφέρει κέρδος 200.000 δολαρίων. Αυτό, λαμβάνοντας υπόψη ότι η αγορά μπορεί να γίνει με margin, που σημαίνει ότι ο αγοραστής αρχικά «ποντάρει» πολύ μικρότερο κεφάλαιο σε σχέση με την αξία των συμβολαίων. Στο ίδιο δείγμα, ο όγκος που διακινούνταν κατά μέσο όρο μέσα σε 15 λεπτά, μέχρι στις 15.15, ήταν 4.500 συμβόλαια.
Οι πρώτες αντιδράσεις
Για πάρα πολύ καιρό, από τις αρχές Σεπτεμβρίου, καμία από τις πέντε τράπεζες δεν… καταδέχθηκε να σχολιάσει δημόσια καμία από τις δύο μελέτες. Το ίδιο ισχύει και για τις FCA και CFTC, των οποίων οι προθέσεις γίνονταν γνωστές μόνο μέσα από διαρροές. Χρειάστηκε ένας ιδιώτης επενδυτής, ο Kevin Maher, να καταθέσει σε δικαστήριο του Μανχάταν αγωγή κατά των πέντε τραπεζών (βασιζόμενος στην έρευνα της Abrantes-Metz), προκειμένου να υπάρξουν οι πρώτες επίσημες αντιδράσεις.
Η Deutsche Bank σχολίασε ότι η αγωγή δεν έχει βάση και ότι θα αποκρούσει με αποφασιστικότητα τις κατηγορίες. Η Societe Generale εξέδωσε ανακοίνωση με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο. Σε συνέντευξή του στο Bloomberg, ο CEO της Bank of Nova Scotia, Brian Porter, παραδέχθηκε ότι η διαδικασία που ακολουθείται σήμερα είναι «απαρχαιωμένη» και πρέπει να επανεξεταστεί, σχολιάζοντας πως οποιαδήποτε κίνηση μπορεί να βελτιώσει τη διαφάνειά της θα ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Από τις άλλες δύο τράπεζες δεν υπήρξε αντίδραση.
Πάντως, στην ιστοσελίδα του New York University, που φιλοξενεί το βιογραφικό της Rosa Abrantes-Metz, η ίδια συμπεριλαμβάνει στα πεδία του ερευνητικού της ενδιαφέροντος τις… συνωμοσίες. Κυριολεκτικά.
Και και τι κάνει η London Gold Market Fixing
Η London Gold Market Fixing είναι μια ιδιωτική εταιρεία που ελέγχεται -μετά την αποχώρηση της Rothschild & Sons το 2004-από τις Barclays, Deutsche Bank, Bank of Nova Scotia, HSBC και Societe Generale. Εκπρόσωποί τους πραγματοποιούν δύο τηλεδιασκέψεις κάθε εργάσιμη ημέρα, στις 10.30 και 15.00 ώρα Λονδίνου. Ο προεδρεύων προτείνει αρχικά μια ενδεικτική τιμή, σε δολάρια, κοντά στην τρέχουσα τιμή spot. Ανάλογα με τις εντολές των πελατών τους, αλλά για λογαριασμό των ιδίων, οι πέντε τράπεζες δηλώνουν το μέγεθος των εντολών αγοράς ή πώλησης. Αν, π.χ., οι εντολές αγοράς είναι περισσότερες, η διαδικασία ξεκινά εκ νέου με αυξημένη τιμή. Αυτό συμβαίνει έως ότου η διαφορά μεταξύ εντολών αγοράς και πώλησης να μην ξεπερνά τις 50 μπάρες (ή 620 κιλά). Η τελική τιμή εκφράζεται σε τρία νομίσματα (δολάριο, ευρώ, στερλίνα) και λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για την αγορά. Η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει από λίγα λεπτά έως και πάνω από μία ώρα. Στη διάρκειά της οι μετέχοντες μπορούν να συνεχίζουν κανονικά τις συναλλαγές σε χρυσό, τόσο στην αγορά spot όσο και σε παράγωγα.
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Κεφάλαιο” της 8ης Μαρτίου
ΠΗΓΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου