Τρία
χρόνια πέρασαν από την πρώτη εμφάνιση της πρότασής μας για το πώς είναι
δυνατόν να επιλυθεί η Κρίση του Ευρώ εδώ στο protagon – υπό τον σύντομο
τίτλο «Πρόταση» στα ελληνικά και «Modest Proposal for Resolving the
Euro Crisis» στα αγγλικά («Μια Μετριοπαθής Πρόταση για την Επίλυση της
Κρίσης του Ευρώ»). Από τότε έχει προσαρμοστεί αρκετές φορές (βλ. π.χ. 2.0, 3.0)
καθώς η Κρίση εξελισσόταν και, σε αυτήν την έκδοση, έχει αποκτήσει
άλλον έναν συν-συγγραφέα, τον συνάδελφο και φίλο James K. Galbraith.
Καθώς κι έναν πρόλογο από τον τ. Πρωθυπουργό της Γαλλίας, Michel Rocard.
Όσοι αναγνώστες έχουν πειστεί από τον κ. Olli Rehn και τη λοιπή ευρωπαϊκή ηγεσία ότι η Κρίση του Ευρώ υπερνικήθηκε, και ότι η Ευρώπη βρίσκεται στον σωστό δρόμο, προφανώς πρέπει να σταματήσετε την ανάγνωση εδώ. Η Πρόταση 4.0 έχει γραφτεί για όσους εξ υμών συμφωνείτε μαζί μας ότι η Κρίση καλά κρατεί, εξελίσσεται, και απειλεί όλο και περισσότερο τα θεμέλια όχι μόνο της Ευρωζώνης αλλά της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της (όπως επιχειρηματολογούσα στο προηγούμενο άρθρο μου).
Πριν παρουσιάσουμε επιλεκτικά και εν συντομία το συνολικό σκεπτικό της «μετριοπαθούς» Πρότασης 4.0 (βλ. εδώ για ολόκληρο το κείμενο στα αγγλικά), θα ξεκινήσουμε με τον Πρόλογο του Michel Rocard (όποιος αναγνώστης θέλει να διαβάσει το γαλλικό κείμενο μπορεί είτε να περιμένει τη γαλλική έκδοση της Πρότασης 4.0 ως βιβλίο είτε να επικοινωνήσει μαζί μου μέσω του protagon).
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Όσοι αναγνώστες έχουν πειστεί από τον κ. Olli Rehn και τη λοιπή ευρωπαϊκή ηγεσία ότι η Κρίση του Ευρώ υπερνικήθηκε, και ότι η Ευρώπη βρίσκεται στον σωστό δρόμο, προφανώς πρέπει να σταματήσετε την ανάγνωση εδώ. Η Πρόταση 4.0 έχει γραφτεί για όσους εξ υμών συμφωνείτε μαζί μας ότι η Κρίση καλά κρατεί, εξελίσσεται, και απειλεί όλο και περισσότερο τα θεμέλια όχι μόνο της Ευρωζώνης αλλά της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της (όπως επιχειρηματολογούσα στο προηγούμενο άρθρο μου).
Πριν παρουσιάσουμε επιλεκτικά και εν συντομία το συνολικό σκεπτικό της «μετριοπαθούς» Πρότασης 4.0 (βλ. εδώ για ολόκληρο το κείμενο στα αγγλικά), θα ξεκινήσουμε με τον Πρόλογο του Michel Rocard (όποιος αναγνώστης θέλει να διαβάσει το γαλλικό κείμενο μπορεί είτε να περιμένει τη γαλλική έκδοση της Πρότασης 4.0 ως βιβλίο είτε να επικοινωνήσει μαζί μου μέσω του protagon).
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
του Michel Rocard, τ. Πρωθυπουργού της Γαλλικής Δημοκρατίας
Μια Μετριοπαθής Πρόταση Επίλυσης της Κρίσης του Ευρώ. Αγαπώ αυτόν τον τίτλο! Και μου αρέσει ότι η Πρόταση 4.0, όπως την αποκαλούν οι συγγραφείς της εν συντομία, είναι πραγματικά μετριοπαθής καθώς η εφαρμογή της δεν απαιτεί καμία αλλαγή των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι μετριοπαθής και για έναν ακόμη λόγο: Δεν περικόπτει την εθνική ανεξαρτησία των κρατών-μελών και δεν απαιτεί θυσίες από μεγάλα έθνη, ιδίως της Γερμανίας. Τέλος, η μετριοπάθεια της πρότασης κάνει την εμφάνισή της στις έξυπνες ρυθμίσεις στον τομέα των δημόσιων χρηματο-οικονομικών ζητημάτων που αποτελούν αποτελεσματικές λύσεις χωρίς καμία αμφισβήτηση συμφωνημένων, αλλά -συχνά αντικρουόμενων- αρχών.
Το ότι η Πρόταση 4.0 είναι μετριοπαθής δεν σημαίνει πως μπορούσε να διαμορφωθεί με μετριοπαθείς στόχους ή μέτρια οξυδέρκεια. Πράγματι, η οξυδέρκεια που τη διακρίνει είναι σημαντική και ο τελικός της στόχος φιλόδοξος. Μόνο και μόνο η «επίλυση της Κρίσης του Ευρώ», την οποία οι συγγραφείς θέτουν ως στόχο, αποτελεί μεγάλη και σημαντική φιλοδοξία. Η Κρίση του Ευρώ συνεχίζεται, και θα συνεχίζεται, και απειλεί όχι απλά ένα νομισματικό σύστημα, ή ένα νόμισμα, αλλά τις συλλογικές προσπάθειες των ευρωπαϊκών λαών δεκαοκτώ χωρών - τις φιλοδοξίες του Ευρωπαϊκού πολιτισμού που αποτελούν την κορύφωση ιστορικών δυνάμεων. Δεν πρέπει να έχουμε αμφιβολία πως το διακύβευμα έχει παγκόσμιες γεωπολιτικές διαστάσεις.
Η οξυδέρκεια είναι η ύψιστη μορφή της φιλοδοξίας. Συνδυάζοντας γνώση και επίγνωση στους τομείς της μακροοικονομίας, των χρηματοοικονομικών, του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Δικαίου, η Πρόταση 4.0 παρουσιάζει τέσσερεις πολιτικές που κινούνται εντός των ορίων των Συνθηκών της Ένωσης – Συνθηκών οι οποίες αντανακλούν, μην το ξεχνάμε, την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών που τις υπέγραψαν καθώς και μεταξύ των κρατών και των κοινών θεσμών που αυτά αποφάσισαν να δημιουργήσουν. Σεβόμενη αυτούς τους ασφυκτικούς περιορισμούς, και λαμβάνοντας υπ’ όψη τα μαθήματα που έχουν να μας διδάξουν δεκαετίες εμπειρίας της ευρωπαϊκής νομισματικής διακυβέρνησης, η Πρόταση 4.0 οδηγεί στο χαρμόσυνο συμπέρασμα: Ναι, υπάρχει λύση!
Αφήνω στον αναγνώστη τη χαρά της έκπληξής και της ανακάλυψης. Το μόνο που θα προσθέσω είναι ότι μελέτησα προσεκτικά την Πρόταση 4.0. Και δεν βρίσκω κανέναν λόγο που να δημιουργεί αμφιβολία ότι μπορεί να εφαρμοστεί. Αν μια τέτοια λύση δεν εφαρμοστεί, η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια δραματική, φθίνουσα πορεία. Αυτό ας το σκεφτούν προσεκτικά οι κυβερνήσεις που εξετάζουν την Μετριοπαθή Πρόταση 4.0. Το αντίτιμο μιας αρνητικής στάσης θα είναι η απώλεια της ευκαιρίας να αποφύγουμε τα επικίνδυνα Μαλθουσιανά ταμπού που απειλούν να μας καταδικάσουν.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Ευρωζώνη δοκιμάζεται υπό το βάρος τεσσάρων κρίσεων οι οποίες εξελίσσονται: (α) στα κατακερματισμένα τραπεζικά συστήματα, (β) στην διαχείριση του δημόσιου χρέους, (γ) στον πεδίο των ισχνών επενδύσεων (ιδιαίτερα στην Περιφέρεια) που επιδεινώνουν τις εσωτερικές ανισορροπίες, και (δ) στον ανθρωπιστικό τομέα όπου η φτώχεια, η πείνα και η ανασφάλεια τροφοδοτούν ανεξέλεγκτες απειλές για τη δημοκρατία.
Για πέντε χρόνια τώρα κάθε μία από τις αντιδράσεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας στα συμπτώματα της Κρίσης αποδείχθηκε εσφαλμένη και οδήγησε στην περαιτέρω τροφοδότησή της. Ακόμα και κινήσεις που κατάφεραν να ρίξουν λάδι στα φουρτουνιασμένα ύδατα καταλήγουν να μεγεθύνουν τα βαθύτερα προβλήματα εγγυούμενες έτσι μεγαλύτερες μελλοντικές φουρτούνες. Ο λόγος βέβαια είναι ότι τα αίτια της Κρίσης, οι δομικές αδυναμίες και ανεπάρκειες της Ευρωζώνης, δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ. Και δεν αντιμετωπίστηκαν επειδή η ευρωπαϊκή ηγεσία αρνείται πεισματικά ότι η Κρίση είναι συστημική, σε αντιδιαστολή με μια κρίση χρέους που προέκυψε λόγω του αλόγιστου δανεισμού κάποιων κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Κι όταν, το καλοκαίρι του 2012, ήταν αδύνατον πλέον να συγκαλυφθεί η αρχιτεκτονική ανεπάρκεια του κοινού νομίσματος, η Ευρώπη ενεπλάκη σε ένα αποπροσανατολιστικό δίλημμα: στην επιλογή μεταξύ (α) της σημερινής Μη Λύσης (δηλαδή της συνέχισης των πολιτικών λιτότητας ενόσω αναπαράγεται ο θανάσιμος εναγκαλισμός πτωχευμένων τραπεζών, πτωχευμένων κυβερνήσεων και καχεκτικών ιδιωτικών τομέων) και (β) απελπισμένων προτάσεων προς ομοσπονδοποίηση (οι οποίες, στο σημερινό ευρωπαϊκό στερέωμα, στερούνται της πολιτικής δυναμικής και πανευρωπαϊκής ομόνοιας που απαιτείται για την εφαρμογή τους).
Υπάρχει εναλλακτική πέραν αυτών των αδιέξοδων πολιτικών (α) και (β); Θεωρούμε πως, ναι, υπάρχει και αποτελείται από τέσσερις προτάσεις πολιτικής που αντιμετωπίζουν τις τέσσερις κρίσεις (τράπεζες, χρέος, επενδύσεις, ελάχιστο δίχτυ προστασίας) δίνοντας νέους ρόλους σε υπάρχοντες ευρωπαϊκούς θεσμούς χωρίς να απαιτούν καμία αλλαγή στις ισχύουσες Συνθήκες (καθώς αρκούν συμφωνίες σε επίπεδο Ευρωπαϊκών Συνόδων και δια-κυβερνητικών συνεργασιών)
Πολιτική 1 – Βήμα-προς-βήμα ενοποίηση τραπεζικών συστημάτων
Όλοι αναγνωρίζουν ότι κοινό νόμισμα χωρίς τραπεζική ενοποίηση δεν νοείται και, το χειρότερο, ότι υπονομεύει τη νομισματική ένωση «θεσμοθετώντας» τον θανάσιμο εναγκαλισμό πτωχευμένων εθνικών τραπεζικών συστημάτων και πτωχευμένων κρατών-μελών. Η τραπεζική ενοποίηση που ανακοινώνεται θεωρητικά ώστε να... μην εφαρμοστεί στην πράξη χωλαίνει για δύο λόγους:
Πρώτον, επειδή η Γερμανία φοβάται, και με το δίκιο της, πως αν ανακοινωθεί μια πραγματική τραπεζική ενοποίηση τότε οι τράπεζες της Περιφέρειας θα αποκαλύψουν τα πραγματικά στοιχεία για τις μαύρες τρύπες τους, και ο γερμανός φορολογούμενος θα πρέπει να τις καλύψει με τουλάχιστον μισό τρισεκατομμύριο ευρώ.
Δεύτερον, επειδή τράπεζες-κολοσσοί όπως η Deutsche Bank δεν θέλουν την ενοποίηση καθώς προτιμούν να τους «επιτηρούν» οι εγχώριες «ρυθμιστικές αρχές» παρά η ΕΚΤ. Κανονικά η ευρωπαϊκή ηγεσία θα έπρεπε να επιβάλει την τραπεζική ενοποίηση και σε αυτές τις τράπεζες-κολοσσούς. Αντ’ αυτού, οι πολιτικοί εκφραστές αυτών των συμφερόντων επιχειρηματολογούν πως η τραπεζική ενοποίηση 6.000 τραπεζών είναι πολύ δύσκολο πράγμα να γίνει, πως εγείρει συνταγματικά προβλήματα, και άλλες τέτοιες υπεκφυγές.
Για να υπερκεραστούν αυτές οι αντιδράσεις, προτείνουμε το εξής: Τράπεζες οι οποίες ανακεφαλαιώνονται από χρήματα του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ESM, εκπίπτουν της επιτήρησης των εθνικών αρχών, και εντάσσονται άμεσα σε ευρωπαϊκό καθεστώς διαχείρισης υπό την ΕΚΤ και τον ESM. Με την έγκριση κεφαλαίων ανακεφαλαιοποίησης, προ της εκταμίευσης, διορίζονται νέα διοικητικά συμβούλια από την ΕΚΤ, οι μετοχές αποδίδονται ως περιουσιακά στοιχεία στον ESM, και ξεκινά, από την ΕΚΤ, διαδικασία ελέγχου η οποία καταλήγει σε νέα επιχειρηματικά πλάνα με σκοπό τη δημοπρασία των μετοχών αυτών εντός διετίας. Παράλληλα, βέβαια, το δίδυμο ΕΚΤ-ESM εγγυάται τις καταθέσεις αυτών των τραπεζών (όχι όμως και τους ομολογιούχους που δάνεισαν στις εν λόγω τράπεζες) ενώ τα χρήματα της ανακεφαλαιοποίησης δεν προσμετρούνται στο δημόσιο χρέος της χώρας.
Με αυτό τον τρόπο, η ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση γίνεται αργά, ξεκινώντας από τις τράπεζες που λαμβάνουν κεφάλαια από τον ευρωπαίο φορολογούμενο. Τράπεζες όπως η Deutsche Bank δεν εντάσσονται παρά μόνον αν χρειαστούν κεφαλαιακή στήριξη από τον ESM. Σιγά-σιγά, η ΕΚΤ και ο ESM «μαθαίνουν» πώς να επιτηρούν και να διαχειρίζονται τράπεζες σε πανευρωπαϊκή κλίμακα και, έτσι, κάποια στιγμή, όταν στο Βερολίνο και στο Παρίσι είναι πραγματικά έτοιμοι, η ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση μπορεί να ολοκληρωθεί. Έως τότε, έχει σταματήσει ο άνωθι αναφερόμενος θανάσιμος εναγκαλισμός στις χώρες της Περιφέρειας, με αποτέλεσμα την ουσιαστική ανάκαμψή της.
Για περισσότερα επί της Πρότασης 1 βλ. εδώ.
Πολιτική 2 – Διαμεσολάβηση ΕΚΤ για την κεντρική διαχείριση του κατά Μάαστριχτ νόμιμου χρέους μέσω έκδοσης ομολογών από την ΕΚΤ (ECB-bonds)
Με το ανενεργό μεν αλλά (έως τώρα) αποτελεσματικό δε πρόγραμμα ΟΜΤ του Προέδρου της ΕΚΤ κ. Mario Draghi έσπασε, εκ των πραγμάτων, ένα ταμπού: Η ΕΚΤ έχει αναλάβει πλέον διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των αγορών ομολόγων και των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Αυτός είναι ο λόγος που η Ιρλανδία δεν θα χρειαστεί χρήματα από τον ESM στο επόμενο χρονικό διάστημα. Αν και η ιρλανδική κυβέρνηση παραμένει πτωχευμένη, και δεν θα μπορούσε ποτέ να σταθεί μόνη της στις αγορές ομολόγων, το δίχτυ προστασίας που της παρέχει το ΟΜΤ της ΕΚΤ της δίνει τη δυνατότητα να αντλεί δάνεια από τις αγορές. Η ΕΚΤ παίζει με άλλα λόγια ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ των αγορών ομολόγων και της κυβέρνησης του Δουβλίνου.
Το πρόβλημα με το ΟΜΤ είναι ότι βασίζεται σε μια μη πιστευτή απειλή της ΕΚΤ προς τις αγορές ομολόγων (καθώς η Γερμανία δεν θα επιτρέψει, πραγματικά, την άνευ ορίων αγορά ομολόγων εκ μέρους της ΕΚΤ) και, ως αποτέλεσμα, η Ευρωζώνη δεν μπορεί να βασιστεί πάνω του. Επί πλέον, δεν καταφέρνει να μειώσει όσο θα έπρεπε το κόστος αναχρηματοδότησης των δημοσίων χρεών σε βαθμό που να αντιμετωπίζει πραγματικά την κρίση χρέους.
Προτείνουμε το εξής πρόγραμμα διαμεσολάβησης στο οποίο μπορεί να συμμετάσχει, με μια απλή δήλωση, όποιο κράτος-μέλος το επιθυμεί: Η ΕΚΤ εξυπηρετεί τα ομόλογα του κράτους-μέλους κάθε φορά που ωριμάζουν αποπληρώνοντας ένα ποσοστό του που αντιστοιχεί στο ποσοστό του χρέους της χώρας που είναι «νόμιμο» κατά Μάαστριχτ. Π.χ. στην περίπτωση μιας χώρας όπως η Ισπανία με ποσοστό χρέους 90% του ΑΕΠ (αντί για το κατά Μάαστριχτ επιτρεπτό 60% του ΑΕΠ), η ΕΚΤ θα αποπληρώνει η ίδια τα 2/3 όλων των ομολόγων του ισπανικού κράτους την στιγμή που ωριμάζουν. Παράλληλα, η ΕΚΤ θα ανοίγει χρεωστικό λογαριασμό για το εν λόγω κράτος-μέλος (π.χ. την Ισπανία) με το κράτος-μέλος να δεσμεύεται ότι, σε βάθος χρόνου, θα καταβάλει το κόστος εξυπηρέτησης των ομολόγων της ΕΚΤ που εκδόθηκαν υπέρ του, καταβάλλοντας το επιτόκιο που εξασφάλισε η ΕΚΤ (κάτω του 2% υπό τις σημερινές συνθήκες).
Για να είναι σίγουρη η ΕΚΤ ότι τα χρήματα αυτά θα καταβληθούν από τα κράτη-μέλη στους χρεωστικούς λογαριασμούς τους, το κάθε συμμετέχον κράτος-μέλος θα πρέπει να δεσμευτεί, νομικά, ότι θα δίνει την ίδια προτεραιότητα αποπληρωμής προς την ΕΚΤ που δίνει και στα δάνεια του ΔΝΤ (super-seniority). Επί πλέον, προτείνουμε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο ESM,να ασφαλίζει τα ομόλογα της ΕΚΤ στην περίπτωση που κάποιο κράτος-μέλος αδυνατεί να τα αποπληρώσει (και παρά την προτεραιότητα που θα έχει δεσμευτεί να τους δώσει).
Με αυτή την πολιτική μειώνεται κατά τουλάχιστον 40% το σύνολο των τοκοχρεολυσίων των κρατών-μελών της Περιφέρειας, θέτοντας ουσιαστικό τέλος στην κρίση χρέους και χωρίς η ΕΚΤ να έχει τυπώσει ούτε ένα ευρώ ή η Γερμανία να έχει εγγυηθεί ένα ευρώ υπέρ π.χ. της Ισπανίας ή της Ελλάδας.
Για περισσότερα επί της Πρότασης 2 βλ. εδώ.
Πολιτική 3 – Πανευρωπαϊκό επενδυτικό πρόγραμμα – ένα Ευρωπαϊκό New Deal
Η Ευρώπη διαθέτει δύο θεσμούς που δύνανται να εκπονήσουν και να διαχειριστούν πανευρωπαϊκό πρόγραμμα επενδύσεων που να αντιστοιχεί μ’ ένα Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανάκαμψης – ένα Ευρωπαϊκό New Deal. Είναι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB) και το Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο (EIF). Ένα Ευρωπαϊκό New Deal απαιτεί επενδύσεις που να ανέρχονται μεταξύ του 8% και 10% του ευρωζωνικού ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο σήμερα το δίδυμο EIB-EIF δεν μπορεί να υλοποιήσει για έναν απλό λόγο: Σήμερα, τα επενδυτικά προγράμματα των EIB-EIF χρηματοδοτούνται κατά 50% από εκδόσεις ομολόγων από την ΕΙΒ και 50% από τα κράτη-μέλη (δημόσιο και ιδιώτες). Τα κράτη-μέλη απλά δεν έχουν τους πόρους για να καλύψουν τη συμμετοχή τους σε ένα τόσο φιλόδοξο επενδυτικό πρόγραμμα. Από την άλλη, η EIB και το EIF δεν μπορούν να καλύψουν το 100% ενός τόσο μεγάλου προγράμματος γιατί, αν το προσπαθήσουν, θα μειωθεί η πιστοληπτική τους ικανότητα (από τους γνωστούς οίκους αξιολόγησης). Προτείνουμε το 50% των κρατών-μελών (τα οποία, λόγω της Κρίσης, δεν μπορούν να ανταποκριθούν) να καλύπτεται από επί πλέον εκδόσεις ομολόγων της ΕΚΤ τα οποία θα χρεώνονται στους χρεωστικούς λογαριασμούς των κρατών-μελών (βλ. την σχετική πρόβλεψη στην Πρόταση 2), θα αποπληρώνται απ’ ευθείας από τα έσοδα που θα προκύψουν από τις επενδύσεις αυτές (ακριβώς όπως γίνεται με τα ομόλογα της ΕΙΒ), και δεν θα προσμετρώνται στο εθνικό χρέος των κρατών-μελών στα οποία επιτελούνται οι επενδύσεις.
Για περισσότερα επί της Πρότασης 3 βλ. εδώ.
Πολιτική 4 – Ελάχιστα μέτρα κατά της φτώχειας
Κάθε χρόνο, δισεκατομμύρια ευρώ συσσωρεύονται εντός του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (π.χ. λογαριασμό Target2) υπό την μορφή λογιστικών τόκων κεντρικών τραπεζών ελλειμματικών κρατών-μελών προς άλλες κεντρικές τράπεζες πλεονασματικών κρατών-μελών. Αυτά τα ποσά δεν προκύπτουν από φόρους ή άλλες μορφές κρατικών εσόδων αλλά αποτελούν απόρροια της σχεδίασης του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και αντανακλούν τις εσωτερικές ασυμμετρίες και αντιφάσεις της Ευρωζώνης. Υπό αυτή την έννοια, οι κεντρικές τράπεζες των πλεονασματικών κρατών-μελών εισπράττουν μεγάλα ποσά από εκείνες των ελλειμματικών κρατών-μελών όχι λόγω κάποιων υπηρεσιών που τους προσφέρουν αλλά μόνο και μόνο λόγω της κρίσης που μαστίζει την Περιφέρεια. Πρόκειται για ποσά πέραν εκείνων που κερδίζουν οι ιδιωτικές τράπεζες των πλεονασματικών λόγω της φυγής (προς αυτές) κεφαλαίων από την Περιφέρεια.
Προτείνουμε αυτά τα λογιστικά κέρδη των κεντρικών τραπεζών των πλεονασματικών χωρών να χρηματοδοτούν (με τη σύμφωνη γνώμη του Eurogroup) ένα πρόγραμμα διατροφικής επάρκειας σε ολόκληρη την Ευρωζώνη το οποίο να βασίζεται στο αμερικανικό σύστημα food stamps (κουπονιών σίτισης) που έχει συνεισφέρει αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της φτώχειας στην Αμερική.
Για περισσότερα επί της Πρότασης 3 βλ. εδώ.
Επίλογος
Τέσσερις κρίσεις, τέσσερις πολιτικές αντιμετώπισής τους, κάθε μία εκ των οποίων βασίζεται σε νέες ενέργειες υπαρχόντων ευρωπαϊκών θεσμών – ενέργειες που σε καμία περίπτωση δεν απαιτούν αλλαγές Συνθηκών και οι οποίες απλά συναποφασίζονται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μετά από απόφαση του Eurogroup.
Τέσσερις πολιτικές που δεν θα κοστίσουν στον Γερμανό, Ολλανδό, Αυστριακό ή Φινλανδό φορολογούμενο ούτε ένα ευρώ, που δεν απαιτούν κανένα Κεϋνσιανό μέτρο επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, και που δεν ζητούν από την ΕΚΤ να τυπώσει ούτε ένα ευρώ.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί που μπορούν να εφαρμόσουν αυτές τις τέσσερις θεραπευτικές πολιτικές είναι σε θέση να το πράξουν αύριο.
Η αποτελεσματικότητά τους είναι αναμφισβήτητη, τουλάχιστον σε σύγκριση με τις αδιέξοδες πολιτικές που εφαρμόζονται σήμερα.
Το μόνο που λείπει είναι η πολιτική βούληση να τεθεί μια τέτοια πρόταση στην ημερήσια διάταξη.
Είναι ευθύνη όλων μας να ασκηθεί η πίεση εκείνη που θα δημιουργήσει την απαιτούμενη πολιτική βούληση.
Photo: Di's Eyes @flickr
Αναδημοσίευση από το protagon.
Μια Μετριοπαθής Πρόταση Επίλυσης της Κρίσης του Ευρώ. Αγαπώ αυτόν τον τίτλο! Και μου αρέσει ότι η Πρόταση 4.0, όπως την αποκαλούν οι συγγραφείς της εν συντομία, είναι πραγματικά μετριοπαθής καθώς η εφαρμογή της δεν απαιτεί καμία αλλαγή των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι μετριοπαθής και για έναν ακόμη λόγο: Δεν περικόπτει την εθνική ανεξαρτησία των κρατών-μελών και δεν απαιτεί θυσίες από μεγάλα έθνη, ιδίως της Γερμανίας. Τέλος, η μετριοπάθεια της πρότασης κάνει την εμφάνισή της στις έξυπνες ρυθμίσεις στον τομέα των δημόσιων χρηματο-οικονομικών ζητημάτων που αποτελούν αποτελεσματικές λύσεις χωρίς καμία αμφισβήτηση συμφωνημένων, αλλά -συχνά αντικρουόμενων- αρχών.
Το ότι η Πρόταση 4.0 είναι μετριοπαθής δεν σημαίνει πως μπορούσε να διαμορφωθεί με μετριοπαθείς στόχους ή μέτρια οξυδέρκεια. Πράγματι, η οξυδέρκεια που τη διακρίνει είναι σημαντική και ο τελικός της στόχος φιλόδοξος. Μόνο και μόνο η «επίλυση της Κρίσης του Ευρώ», την οποία οι συγγραφείς θέτουν ως στόχο, αποτελεί μεγάλη και σημαντική φιλοδοξία. Η Κρίση του Ευρώ συνεχίζεται, και θα συνεχίζεται, και απειλεί όχι απλά ένα νομισματικό σύστημα, ή ένα νόμισμα, αλλά τις συλλογικές προσπάθειες των ευρωπαϊκών λαών δεκαοκτώ χωρών - τις φιλοδοξίες του Ευρωπαϊκού πολιτισμού που αποτελούν την κορύφωση ιστορικών δυνάμεων. Δεν πρέπει να έχουμε αμφιβολία πως το διακύβευμα έχει παγκόσμιες γεωπολιτικές διαστάσεις.
Η οξυδέρκεια είναι η ύψιστη μορφή της φιλοδοξίας. Συνδυάζοντας γνώση και επίγνωση στους τομείς της μακροοικονομίας, των χρηματοοικονομικών, του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Δικαίου, η Πρόταση 4.0 παρουσιάζει τέσσερεις πολιτικές που κινούνται εντός των ορίων των Συνθηκών της Ένωσης – Συνθηκών οι οποίες αντανακλούν, μην το ξεχνάμε, την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών που τις υπέγραψαν καθώς και μεταξύ των κρατών και των κοινών θεσμών που αυτά αποφάσισαν να δημιουργήσουν. Σεβόμενη αυτούς τους ασφυκτικούς περιορισμούς, και λαμβάνοντας υπ’ όψη τα μαθήματα που έχουν να μας διδάξουν δεκαετίες εμπειρίας της ευρωπαϊκής νομισματικής διακυβέρνησης, η Πρόταση 4.0 οδηγεί στο χαρμόσυνο συμπέρασμα: Ναι, υπάρχει λύση!
Αφήνω στον αναγνώστη τη χαρά της έκπληξής και της ανακάλυψης. Το μόνο που θα προσθέσω είναι ότι μελέτησα προσεκτικά την Πρόταση 4.0. Και δεν βρίσκω κανέναν λόγο που να δημιουργεί αμφιβολία ότι μπορεί να εφαρμοστεί. Αν μια τέτοια λύση δεν εφαρμοστεί, η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια δραματική, φθίνουσα πορεία. Αυτό ας το σκεφτούν προσεκτικά οι κυβερνήσεις που εξετάζουν την Μετριοπαθή Πρόταση 4.0. Το αντίτιμο μιας αρνητικής στάσης θα είναι η απώλεια της ευκαιρίας να αποφύγουμε τα επικίνδυνα Μαλθουσιανά ταμπού που απειλούν να μας καταδικάσουν.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Ευρωζώνη δοκιμάζεται υπό το βάρος τεσσάρων κρίσεων οι οποίες εξελίσσονται: (α) στα κατακερματισμένα τραπεζικά συστήματα, (β) στην διαχείριση του δημόσιου χρέους, (γ) στον πεδίο των ισχνών επενδύσεων (ιδιαίτερα στην Περιφέρεια) που επιδεινώνουν τις εσωτερικές ανισορροπίες, και (δ) στον ανθρωπιστικό τομέα όπου η φτώχεια, η πείνα και η ανασφάλεια τροφοδοτούν ανεξέλεγκτες απειλές για τη δημοκρατία.
Για πέντε χρόνια τώρα κάθε μία από τις αντιδράσεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας στα συμπτώματα της Κρίσης αποδείχθηκε εσφαλμένη και οδήγησε στην περαιτέρω τροφοδότησή της. Ακόμα και κινήσεις που κατάφεραν να ρίξουν λάδι στα φουρτουνιασμένα ύδατα καταλήγουν να μεγεθύνουν τα βαθύτερα προβλήματα εγγυούμενες έτσι μεγαλύτερες μελλοντικές φουρτούνες. Ο λόγος βέβαια είναι ότι τα αίτια της Κρίσης, οι δομικές αδυναμίες και ανεπάρκειες της Ευρωζώνης, δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ. Και δεν αντιμετωπίστηκαν επειδή η ευρωπαϊκή ηγεσία αρνείται πεισματικά ότι η Κρίση είναι συστημική, σε αντιδιαστολή με μια κρίση χρέους που προέκυψε λόγω του αλόγιστου δανεισμού κάποιων κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Κι όταν, το καλοκαίρι του 2012, ήταν αδύνατον πλέον να συγκαλυφθεί η αρχιτεκτονική ανεπάρκεια του κοινού νομίσματος, η Ευρώπη ενεπλάκη σε ένα αποπροσανατολιστικό δίλημμα: στην επιλογή μεταξύ (α) της σημερινής Μη Λύσης (δηλαδή της συνέχισης των πολιτικών λιτότητας ενόσω αναπαράγεται ο θανάσιμος εναγκαλισμός πτωχευμένων τραπεζών, πτωχευμένων κυβερνήσεων και καχεκτικών ιδιωτικών τομέων) και (β) απελπισμένων προτάσεων προς ομοσπονδοποίηση (οι οποίες, στο σημερινό ευρωπαϊκό στερέωμα, στερούνται της πολιτικής δυναμικής και πανευρωπαϊκής ομόνοιας που απαιτείται για την εφαρμογή τους).
Υπάρχει εναλλακτική πέραν αυτών των αδιέξοδων πολιτικών (α) και (β); Θεωρούμε πως, ναι, υπάρχει και αποτελείται από τέσσερις προτάσεις πολιτικής που αντιμετωπίζουν τις τέσσερις κρίσεις (τράπεζες, χρέος, επενδύσεις, ελάχιστο δίχτυ προστασίας) δίνοντας νέους ρόλους σε υπάρχοντες ευρωπαϊκούς θεσμούς χωρίς να απαιτούν καμία αλλαγή στις ισχύουσες Συνθήκες (καθώς αρκούν συμφωνίες σε επίπεδο Ευρωπαϊκών Συνόδων και δια-κυβερνητικών συνεργασιών)
Πολιτική 1 – Βήμα-προς-βήμα ενοποίηση τραπεζικών συστημάτων
Όλοι αναγνωρίζουν ότι κοινό νόμισμα χωρίς τραπεζική ενοποίηση δεν νοείται και, το χειρότερο, ότι υπονομεύει τη νομισματική ένωση «θεσμοθετώντας» τον θανάσιμο εναγκαλισμό πτωχευμένων εθνικών τραπεζικών συστημάτων και πτωχευμένων κρατών-μελών. Η τραπεζική ενοποίηση που ανακοινώνεται θεωρητικά ώστε να... μην εφαρμοστεί στην πράξη χωλαίνει για δύο λόγους:
Πρώτον, επειδή η Γερμανία φοβάται, και με το δίκιο της, πως αν ανακοινωθεί μια πραγματική τραπεζική ενοποίηση τότε οι τράπεζες της Περιφέρειας θα αποκαλύψουν τα πραγματικά στοιχεία για τις μαύρες τρύπες τους, και ο γερμανός φορολογούμενος θα πρέπει να τις καλύψει με τουλάχιστον μισό τρισεκατομμύριο ευρώ.
Δεύτερον, επειδή τράπεζες-κολοσσοί όπως η Deutsche Bank δεν θέλουν την ενοποίηση καθώς προτιμούν να τους «επιτηρούν» οι εγχώριες «ρυθμιστικές αρχές» παρά η ΕΚΤ. Κανονικά η ευρωπαϊκή ηγεσία θα έπρεπε να επιβάλει την τραπεζική ενοποίηση και σε αυτές τις τράπεζες-κολοσσούς. Αντ’ αυτού, οι πολιτικοί εκφραστές αυτών των συμφερόντων επιχειρηματολογούν πως η τραπεζική ενοποίηση 6.000 τραπεζών είναι πολύ δύσκολο πράγμα να γίνει, πως εγείρει συνταγματικά προβλήματα, και άλλες τέτοιες υπεκφυγές.
Για να υπερκεραστούν αυτές οι αντιδράσεις, προτείνουμε το εξής: Τράπεζες οι οποίες ανακεφαλαιώνονται από χρήματα του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ESM, εκπίπτουν της επιτήρησης των εθνικών αρχών, και εντάσσονται άμεσα σε ευρωπαϊκό καθεστώς διαχείρισης υπό την ΕΚΤ και τον ESM. Με την έγκριση κεφαλαίων ανακεφαλαιοποίησης, προ της εκταμίευσης, διορίζονται νέα διοικητικά συμβούλια από την ΕΚΤ, οι μετοχές αποδίδονται ως περιουσιακά στοιχεία στον ESM, και ξεκινά, από την ΕΚΤ, διαδικασία ελέγχου η οποία καταλήγει σε νέα επιχειρηματικά πλάνα με σκοπό τη δημοπρασία των μετοχών αυτών εντός διετίας. Παράλληλα, βέβαια, το δίδυμο ΕΚΤ-ESM εγγυάται τις καταθέσεις αυτών των τραπεζών (όχι όμως και τους ομολογιούχους που δάνεισαν στις εν λόγω τράπεζες) ενώ τα χρήματα της ανακεφαλαιοποίησης δεν προσμετρούνται στο δημόσιο χρέος της χώρας.
Με αυτό τον τρόπο, η ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση γίνεται αργά, ξεκινώντας από τις τράπεζες που λαμβάνουν κεφάλαια από τον ευρωπαίο φορολογούμενο. Τράπεζες όπως η Deutsche Bank δεν εντάσσονται παρά μόνον αν χρειαστούν κεφαλαιακή στήριξη από τον ESM. Σιγά-σιγά, η ΕΚΤ και ο ESM «μαθαίνουν» πώς να επιτηρούν και να διαχειρίζονται τράπεζες σε πανευρωπαϊκή κλίμακα και, έτσι, κάποια στιγμή, όταν στο Βερολίνο και στο Παρίσι είναι πραγματικά έτοιμοι, η ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση μπορεί να ολοκληρωθεί. Έως τότε, έχει σταματήσει ο άνωθι αναφερόμενος θανάσιμος εναγκαλισμός στις χώρες της Περιφέρειας, με αποτέλεσμα την ουσιαστική ανάκαμψή της.
Για περισσότερα επί της Πρότασης 1 βλ. εδώ.
Πολιτική 2 – Διαμεσολάβηση ΕΚΤ για την κεντρική διαχείριση του κατά Μάαστριχτ νόμιμου χρέους μέσω έκδοσης ομολογών από την ΕΚΤ (ECB-bonds)
Με το ανενεργό μεν αλλά (έως τώρα) αποτελεσματικό δε πρόγραμμα ΟΜΤ του Προέδρου της ΕΚΤ κ. Mario Draghi έσπασε, εκ των πραγμάτων, ένα ταμπού: Η ΕΚΤ έχει αναλάβει πλέον διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των αγορών ομολόγων και των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Αυτός είναι ο λόγος που η Ιρλανδία δεν θα χρειαστεί χρήματα από τον ESM στο επόμενο χρονικό διάστημα. Αν και η ιρλανδική κυβέρνηση παραμένει πτωχευμένη, και δεν θα μπορούσε ποτέ να σταθεί μόνη της στις αγορές ομολόγων, το δίχτυ προστασίας που της παρέχει το ΟΜΤ της ΕΚΤ της δίνει τη δυνατότητα να αντλεί δάνεια από τις αγορές. Η ΕΚΤ παίζει με άλλα λόγια ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ των αγορών ομολόγων και της κυβέρνησης του Δουβλίνου.
Το πρόβλημα με το ΟΜΤ είναι ότι βασίζεται σε μια μη πιστευτή απειλή της ΕΚΤ προς τις αγορές ομολόγων (καθώς η Γερμανία δεν θα επιτρέψει, πραγματικά, την άνευ ορίων αγορά ομολόγων εκ μέρους της ΕΚΤ) και, ως αποτέλεσμα, η Ευρωζώνη δεν μπορεί να βασιστεί πάνω του. Επί πλέον, δεν καταφέρνει να μειώσει όσο θα έπρεπε το κόστος αναχρηματοδότησης των δημοσίων χρεών σε βαθμό που να αντιμετωπίζει πραγματικά την κρίση χρέους.
Προτείνουμε το εξής πρόγραμμα διαμεσολάβησης στο οποίο μπορεί να συμμετάσχει, με μια απλή δήλωση, όποιο κράτος-μέλος το επιθυμεί: Η ΕΚΤ εξυπηρετεί τα ομόλογα του κράτους-μέλους κάθε φορά που ωριμάζουν αποπληρώνοντας ένα ποσοστό του που αντιστοιχεί στο ποσοστό του χρέους της χώρας που είναι «νόμιμο» κατά Μάαστριχτ. Π.χ. στην περίπτωση μιας χώρας όπως η Ισπανία με ποσοστό χρέους 90% του ΑΕΠ (αντί για το κατά Μάαστριχτ επιτρεπτό 60% του ΑΕΠ), η ΕΚΤ θα αποπληρώνει η ίδια τα 2/3 όλων των ομολόγων του ισπανικού κράτους την στιγμή που ωριμάζουν. Παράλληλα, η ΕΚΤ θα ανοίγει χρεωστικό λογαριασμό για το εν λόγω κράτος-μέλος (π.χ. την Ισπανία) με το κράτος-μέλος να δεσμεύεται ότι, σε βάθος χρόνου, θα καταβάλει το κόστος εξυπηρέτησης των ομολόγων της ΕΚΤ που εκδόθηκαν υπέρ του, καταβάλλοντας το επιτόκιο που εξασφάλισε η ΕΚΤ (κάτω του 2% υπό τις σημερινές συνθήκες).
Για να είναι σίγουρη η ΕΚΤ ότι τα χρήματα αυτά θα καταβληθούν από τα κράτη-μέλη στους χρεωστικούς λογαριασμούς τους, το κάθε συμμετέχον κράτος-μέλος θα πρέπει να δεσμευτεί, νομικά, ότι θα δίνει την ίδια προτεραιότητα αποπληρωμής προς την ΕΚΤ που δίνει και στα δάνεια του ΔΝΤ (super-seniority). Επί πλέον, προτείνουμε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο ESM,να ασφαλίζει τα ομόλογα της ΕΚΤ στην περίπτωση που κάποιο κράτος-μέλος αδυνατεί να τα αποπληρώσει (και παρά την προτεραιότητα που θα έχει δεσμευτεί να τους δώσει).
Με αυτή την πολιτική μειώνεται κατά τουλάχιστον 40% το σύνολο των τοκοχρεολυσίων των κρατών-μελών της Περιφέρειας, θέτοντας ουσιαστικό τέλος στην κρίση χρέους και χωρίς η ΕΚΤ να έχει τυπώσει ούτε ένα ευρώ ή η Γερμανία να έχει εγγυηθεί ένα ευρώ υπέρ π.χ. της Ισπανίας ή της Ελλάδας.
Για περισσότερα επί της Πρότασης 2 βλ. εδώ.
Πολιτική 3 – Πανευρωπαϊκό επενδυτικό πρόγραμμα – ένα Ευρωπαϊκό New Deal
Η Ευρώπη διαθέτει δύο θεσμούς που δύνανται να εκπονήσουν και να διαχειριστούν πανευρωπαϊκό πρόγραμμα επενδύσεων που να αντιστοιχεί μ’ ένα Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανάκαμψης – ένα Ευρωπαϊκό New Deal. Είναι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB) και το Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο (EIF). Ένα Ευρωπαϊκό New Deal απαιτεί επενδύσεις που να ανέρχονται μεταξύ του 8% και 10% του ευρωζωνικού ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο σήμερα το δίδυμο EIB-EIF δεν μπορεί να υλοποιήσει για έναν απλό λόγο: Σήμερα, τα επενδυτικά προγράμματα των EIB-EIF χρηματοδοτούνται κατά 50% από εκδόσεις ομολόγων από την ΕΙΒ και 50% από τα κράτη-μέλη (δημόσιο και ιδιώτες). Τα κράτη-μέλη απλά δεν έχουν τους πόρους για να καλύψουν τη συμμετοχή τους σε ένα τόσο φιλόδοξο επενδυτικό πρόγραμμα. Από την άλλη, η EIB και το EIF δεν μπορούν να καλύψουν το 100% ενός τόσο μεγάλου προγράμματος γιατί, αν το προσπαθήσουν, θα μειωθεί η πιστοληπτική τους ικανότητα (από τους γνωστούς οίκους αξιολόγησης). Προτείνουμε το 50% των κρατών-μελών (τα οποία, λόγω της Κρίσης, δεν μπορούν να ανταποκριθούν) να καλύπτεται από επί πλέον εκδόσεις ομολόγων της ΕΚΤ τα οποία θα χρεώνονται στους χρεωστικούς λογαριασμούς των κρατών-μελών (βλ. την σχετική πρόβλεψη στην Πρόταση 2), θα αποπληρώνται απ’ ευθείας από τα έσοδα που θα προκύψουν από τις επενδύσεις αυτές (ακριβώς όπως γίνεται με τα ομόλογα της ΕΙΒ), και δεν θα προσμετρώνται στο εθνικό χρέος των κρατών-μελών στα οποία επιτελούνται οι επενδύσεις.
Για περισσότερα επί της Πρότασης 3 βλ. εδώ.
Πολιτική 4 – Ελάχιστα μέτρα κατά της φτώχειας
Κάθε χρόνο, δισεκατομμύρια ευρώ συσσωρεύονται εντός του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (π.χ. λογαριασμό Target2) υπό την μορφή λογιστικών τόκων κεντρικών τραπεζών ελλειμματικών κρατών-μελών προς άλλες κεντρικές τράπεζες πλεονασματικών κρατών-μελών. Αυτά τα ποσά δεν προκύπτουν από φόρους ή άλλες μορφές κρατικών εσόδων αλλά αποτελούν απόρροια της σχεδίασης του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και αντανακλούν τις εσωτερικές ασυμμετρίες και αντιφάσεις της Ευρωζώνης. Υπό αυτή την έννοια, οι κεντρικές τράπεζες των πλεονασματικών κρατών-μελών εισπράττουν μεγάλα ποσά από εκείνες των ελλειμματικών κρατών-μελών όχι λόγω κάποιων υπηρεσιών που τους προσφέρουν αλλά μόνο και μόνο λόγω της κρίσης που μαστίζει την Περιφέρεια. Πρόκειται για ποσά πέραν εκείνων που κερδίζουν οι ιδιωτικές τράπεζες των πλεονασματικών λόγω της φυγής (προς αυτές) κεφαλαίων από την Περιφέρεια.
Προτείνουμε αυτά τα λογιστικά κέρδη των κεντρικών τραπεζών των πλεονασματικών χωρών να χρηματοδοτούν (με τη σύμφωνη γνώμη του Eurogroup) ένα πρόγραμμα διατροφικής επάρκειας σε ολόκληρη την Ευρωζώνη το οποίο να βασίζεται στο αμερικανικό σύστημα food stamps (κουπονιών σίτισης) που έχει συνεισφέρει αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της φτώχειας στην Αμερική.
Για περισσότερα επί της Πρότασης 3 βλ. εδώ.
Επίλογος
Τέσσερις κρίσεις, τέσσερις πολιτικές αντιμετώπισής τους, κάθε μία εκ των οποίων βασίζεται σε νέες ενέργειες υπαρχόντων ευρωπαϊκών θεσμών – ενέργειες που σε καμία περίπτωση δεν απαιτούν αλλαγές Συνθηκών και οι οποίες απλά συναποφασίζονται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μετά από απόφαση του Eurogroup.
Τέσσερις πολιτικές που δεν θα κοστίσουν στον Γερμανό, Ολλανδό, Αυστριακό ή Φινλανδό φορολογούμενο ούτε ένα ευρώ, που δεν απαιτούν κανένα Κεϋνσιανό μέτρο επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, και που δεν ζητούν από την ΕΚΤ να τυπώσει ούτε ένα ευρώ.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί που μπορούν να εφαρμόσουν αυτές τις τέσσερις θεραπευτικές πολιτικές είναι σε θέση να το πράξουν αύριο.
Η αποτελεσματικότητά τους είναι αναμφισβήτητη, τουλάχιστον σε σύγκριση με τις αδιέξοδες πολιτικές που εφαρμόζονται σήμερα.
Το μόνο που λείπει είναι η πολιτική βούληση να τεθεί μια τέτοια πρόταση στην ημερήσια διάταξη.
Είναι ευθύνη όλων μας να ασκηθεί η πίεση εκείνη που θα δημιουργήσει την απαιτούμενη πολιτική βούληση.
Photo: Di's Eyes @flickr
Αναδημοσίευση από το protagon.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου