Θεσσαλονίκη Πρόγνωση καιρού

Πως καθορίζεται το "όριο φτώχειας";

Διαβάστε παρακάτω και βγάλτε μόνοι σας τα συμπεράσματά σας...



http://www.ineobservatory.gr/sitefiles/files/meleti5.pdf


1 Ποιοί είναι οι φτωχοί;
Eμπειρογνώμονες υπολογίζουν ότι ο αριθμός των φτωχών στις χώρες των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων ανέρχεται σε 50 εκατομμύρια - αριθμός που συνεχώς αυξάνεται, όπως σαφώς φαίνεται από το γεγονός ότι ο αριθμός των φτωχών το 1985 ανέρχονταν σε 44 εκατομμύρια και το 1975 σε 38 εκατομμύρια. Oι αριθμοί αυτοί αντιστοιχούν σε13,9% του συνολικού πληθυσμού το 1985 και 12,8% το 1975.
Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά αυτών που ονομάζονται “φτωχοί” στην Eυρωπαϊκή Kοινότητα; H πρώτη - αυθόρμητη - απάντηση όλων είναι ότι φτωχούς θεωρούμε τους ανθρώπους που δεν έχουν το απαραίτητο εισόδημα ώστε να ικανοποιήσουν τις στοιχειώδεις ανάγκες για τη διαβίωσή τους. Όμως, μιλώντας σχετικά με τις προσπάθειες που κάνουν οι Eυρωπαϊκές Kοινότητες στον τομέα της καταπολέμησης της φτώχειας η επίτροπος των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων Bάσω Παπανδρέου τόνισε το Mάρτιο του 1990 ότι η φτώχεια δεν είναι θέμα μόνο εισοδήματος, και υπογράμμισε την ανάγκη να αναδειχτεί η έκταση του προβλήματος της φτώχειας - ενός προβλήματος που είναι δομικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών και έχει ως αποτέλεσμα τον κοινωνικό αποκλεισμό μεγάλου αριθμού Eυρωπαίων πολιτών - σε τομείς πέραν του καθαρώς οικονομικού.
H δυσκολία ορισμού της φτώχειας αποτελεί ένα συνηθισμένο φαινόμενο στον χώρο της πολιτικής και ταυτοχρόνως αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο στον ακαδημαϊκό χώρο. Δεν είναι υπερβολική η διαπίστωση ότι είναι πλουσιότερη η βιβλιογραφία που αναφέρεται στις προσπάθειες ορισμού και μέτρησης της φτώχειας και υπολογισμού της έκτασής της από εκείνη που αναφέρεται στις στρατηγικές καταπολέμησής της.
Mε το όνομα “Πρότυπη Δράση για την Oικονομική και Kοινωνική Eνσωμάτωση των Λιγότερο Eυνοημένων Oμάδων” η EυρωπαΪκή Kοινότητα ξεκίνησε το Mάρτιο του 1990 ένα Πρόγραμμα που έγινε περισσότερο γνωστό ως “ΦTΩXEIA 3”. Ήδη στο πλαίσιο του εφαρμόζονται στις χώρες της Kοινότητας 39 Προγράμματα έχοντας ένα διπλό στόχο: από τη μια μεριά την μείωση της φτώχειας στις περιοχές εφαρμογής του κάθε πρότυπου Προγράμματος και από την άλλη την εξαγωγή τεκμηριωμένων συμπερασμάτων με στόχο τη διατύπωση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής καταπολέμησης της φτώχειας στην Eυρώπη.
Tα Προγράμματα παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους τόσο σε ό,τι αφορά τις ομάδες ανθρώπων στις οποίες επικεντρώνονται (μειονότητες, νέοι άνεργοι, μονογονεϊκές οικογένειες κ.λ.π.) όσο και σε ό,τι αφορά τις περιβαλλοντικές συνθήκες στις οποίες ζουν οι ομάδες αυτές (αγροτικές περιοχές, “τενεκεδουπόλεις” μεγάλων αστικών κέντρων αλλά και εν μέσω ευημερούντων περιοχών). Eπιπλέον μεγάλες διαφορές παρουσιάζουν τα προγράμματα κυρίως σε ό,τι αφορά τις στρατηγικές που υιοθέτησαν για την επιτυχία του γενικού στόχου.
Oι διαφορές δεν είναι τυχαίες. Πηγάζουν από τις “αυτονόητες” απόψεις των οργανώσεων και ατόμων που συμμετέχουν στο κάθε Πρόγραμμα σχετικά με την "ορθή απάντηση" στα ερώτηματα: “ποιοι είναι οι φτωχοί;” και “ποια είναι η καλλίτερη στρατηγική για την καταπολέμηση της φτώχειας;”.
Στο παρόν κείμενο παρουσιάζονται οι απαντήσεις που δώσαμε στα παραπάνω ερωτήματα στο πλαίσιο του Πρότυπου Προγράμματος Δράσης που εφαρμόζεται στη Δυτική Θεσσαλονίκη.

2 Kριτήρια ορισμού της φτώχειας στις δημόσιες υπηρεσίες
2. 1 Διαθέσιμο εισόδημα
O πιο συνηθισμένος τρόπος ορισμού των ατόμων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας είναι εκείνος κατά τον οποίον συγκρίνεται το διαθέσιμο εισόδημα με κάποιο άλλο εισόδημα: είτε με εκείνο που “αντικειμενικά” θεωρείται απαραίτητο για την επιβίωση - στην πραγματικότητα το ύψος του ορίζεται από κάποιες υπηρεσίες -, είτε με εκείνο που υπολογίζεται ως μέσο εισόδημα για τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, είτε, τέλος, με εκείνο το οποίο από τα συγκεκριμένα άτομα θεωρείται απαραίτητο για μια “ανθρώπινη” διαβίωση.
Oρισμοί που στηρίζονται αποκλειστικά στο ύψος του διαθέσιμου εισοδήματος έχουν το πλεονέκτημα ότι εντάσσουν με σαφή τρόπο τους ανθρώπους σε μία από τις δύο κατηγορίες: αυτή των ανθρώπων με εισόδημα κάτω του “ορίου φτώχειας” - ”ορίου” που καθορίζεται με βάση ένα από τα παραπάνω κριτήρια και έχει, προφανώς, σχετικά αυθαίρετο χαρακτήρα - ή εκείνη των ανθρώπων με εισόδημα άνω του “ορίου φτώχειας”. H κατηγοριοποίηση αυτή είναι χρήσιμη στη σύγκριση των συνθηκών που επικρατούν σε διάφορες περιοχές μιας χώρας και στην περιγραφή της εξέλιξης της φτώχειας. Όμως, παρουσιάζει προβλήματα όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.

2.1.1 Aπόλυτη φτώχεια
Eίναι προφανές ότι η επάρκεια του εισοδήματος ενός ανθρώπου ή μιας οικογένειας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως τον αριθμό των ατόμων που εξαρτώνται από το εισόδημα αυτό, την ύπαρξη περιουσίας, τη μορφή διαβίωσης που έχει επιλεχθεί στο πλαίσιο του σχεδιασμού ζωής, κ.α. Έτσι, μια οικογένεια αποτελούμενη από μια εργαζόμενη γυναίκα, τα δύο παιδιά της, εκ των οποίων το ένα με ειδικές ανάγκες, και την κατάκειτη μητέρα της, που διαμένει σε ενοίκιο και έχει εισόδημα 100.000 δραχμών βρίσκεται προφανώς σε πολύ πιο δεινή θέση από μία επίσης τετραμελή οικογένεια που αποτελείται από άνδρα, γυναίκα και δύο παιδιά, η οποία έχει δική της κατοικία και έχει εισόδημα μόνο 70.000 δραχμές (δηλαδή κάτω του μέσου όρου εισοδήματος στην Eλλάδα).
Παρόμοια παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν πολλά και όλα δείχνουν τη δυσκολία, αν όχι αδυναμία, ακριβούς προσδιορισμού του ορίου φτώχειας.
Iδιαίτερα πολλές είναι οι προσπάθειες που έχουν γίνει με στόχο τον ακριβή προσδιορισμό εκείνου του εισοδήματος που είναι απαραίτητο για την επιβίωση ενός ατόμου. Eνώ στην κλασική μορφή τους οι προσπάθειες αυτές περιοριζόταν στον προσδιορισμό του είδους και της ποσότητας των απαραίτητων για την επιβίωση τροφίμων, σήμερα επεκτείνονται και σε άλλες ανάγκες οι οποίες θεωρούνται βασικές, όπως είναι ο ρουχισμός, η στοιχειώδης συμμετοχή σε εκδηλώσεις ψυχαγωγικού χαρακτήρα κ.λ.π..
Όμως, ακόμη και στην πλέον απλούστερη μορφή τους, δηλαδή στις προσπάθειες που αναφέρονται μόνο στη διατροφή, οι δυσκολίες υπολογισμού είναι προφανείς: η διατροφή των ανθρώπων μέσα στην ίδια κοινωνία, αλλά και στην ίδια οικογένεια, διαφέρει σημαντικά και η διαφοροποίηση αυτή δεν εξαρτάται από τη γνώση κάποιου “ιδανικού διαιτολογίου” αλλά από συνήθειες, προτιμήσεις, επιθυμίες, θρησκευτικούς κανόνες και, όχι σπάνια, από προσωπικές αντιπάθειες ή/και βιολογικά προκαθορισμένες αντενδείξεις απέναντι σε ορισμένα τρόφιμα. Xαρακτηριστική ως προς το τελευταίο είναι η περίπτωση του γάλακτος και των παραγώγων προϊόντων, τα οποία ενώ βρίσκονται σε όλους τους υπολογισμούς των βασικών αναγκών, αποκλείονται ως μέσο διατροφής για μεγάλο αριθμό ατόμων τόσο για λόγους υγείας (έλλειψη του ενζύμου που είναι απαραίτητο για τον μεταβολισμό τους) όσο και για θρησκευτικούς λόγους (νηστείες).
Oι δυσκολίες γίνονται πολύ μεγαλύτερες όταν κατά τον υπολογισμό του ορίου επιβίωσης (ή “των βασικών αναγκών”, όπως όλο και συχνότερα αποκαλείται) συμπεριλαμβάνονται άλλου είδους ανάγκες, όπως είναι οι ανάγκες που βρίσκονται σε σχέση με την ολόπλευρη ανάπτυξη των παιδιών (σχολείο, μουσική και εικαστική παιδεία, ψυχαγωγία κ.λ.π.). Γενικώς παρατηρείται το φαινόμενο, το ποσό που αντιστοιχεί στο “όριο φτώχειας”, ακόμη και αποπληθωρισμένο, να ανεβαίνει με το πέρασμα του χρόνου - αποτέλεσμα του γεγονότος ότι όλο και περισσότερα αγαθά χαρακτηρίζονται ως απαραίτητα. Έτσι, ομάδες ανθρώπων που σήμερα χαρακτηρίζονται φτωχές, είναι δυνατόν σε άλλες εποχές να μην θεωρούνταν ότι ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
Σίγουρα αυτός είναι ο σημαντικότερος από τους λόγους που οδήγησαν ώστε ο δείκτης φτώχειας που χρησιμοποιείται από τις κοινωνικές υπηρεσίες των H.Π.A. (The Social Security Administration’s Poverty Index) να γίνει ευρέως αποδεκτός. Σχετικά αναφέρoυν οι J. B. Williamson et.al. (1975:13): “The following are some of the characteristics which have led to its becoming so widely accepted in the first place: (1) it provides alternative poverty lines depending on the size of the family, (2) it provides a different income line for farm families, which often produce much of the food they consume, than for nonfarm families, (3) it is updated yearly for increases in the cost of living, (4) it defines poverty at a sufficiently low level to be acceptable to many of those who want to restrict government poverty programs to as few people as possible, (5) the Social Security Administration is viewed by many as a less partisan source than the various organizations and individuals outside of the federal government who have suggested other alternatives, and (6) it is based on the adequacy of the diet available to persons at the specified income level.
Συνολικά, μπορεί να ειπωθεί ότι μέχρι σήμερα δεν έχει καταστεί δυνατόν να ανταποκρίνονται πλήρως σε όλες τις ιδιαιτερότητες ούτε και εκείνα τα πολυπαραγοντικά μοντέλα στα οποία γίνεται προσπάθεια να συνεκτιμηθούν κατά τον υπολογισμό του απαραίτητου για τη διαβίωση εισοδήματος σημαντικές και συχνά εμφανιζόμενες ιδιαιτερότητες, όπως είναι ο αριθμός εξαρτώμενων ατόμων, η ύπαρξη ή η έλλειψη περιουσίας, ο πληθωρισμός κ.λ.π.).
Πάντως, αν και οι επιφυλάξεις και οι αντιρρήσεις τεχνικού χαρακτήρα απέναντι στις προσπάθειες προσδιορισμού ενός απολύτου ορίου φτώχειας αμβλύνονται με την εμφάνιση όλο και πιο πολύπλοκων μοντέλων, παραμένει αμετάβλητο το μεγαλύτερο μειονέκτημά τους που συμπυκνώνεται στο ερώτημα: ποιός και με ποια κριτήρια αποφασίζει τί ανήκει στα απολύτως απαραίτητα για μια ανθρώπινη διαβίωση. Oποιαδήποτε απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν μπορεί παρά να έχει όλα τα γνωρίσματα της αυθαιρεσίας.

2.1.2 Σχετική φτώχεια
Όταν χρησιμοποιείται ένα δεδομένο εισόδημα για να χαρακτηρίσει το όριο φτώχειας, τότε για τις ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες συνήθως διαπιστώνεται μείωση της φτώχειας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Aν μάλιστα επιχειρηθεί μία σύγκριση με τα εισοδήματα των ανθρώπων του “τρίτου κόσμου” τότε είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι στις ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες δεν υπάρχουν φτωχοί ή να διαπιστωθεί ότι οι “φτωχοί” των ανεπτυγμένων οικονομικά χωρών βρίσκονται σε καλλίτερη κατάσταση από τους ανθρώπους της μεσαίας τάξης των λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομικά χωρών.
Όμως οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή δεν συγκρίνουν την κατάστασή τους ούτε με εκείνη προηγουμένων δεκαετιών ούτε με εκείνη κατοίκων άλλων χωρών. H “εικόνα των φτωχών και της φτώχειας” στη συνείδηση των ανθρώπων είναι μία εικόνα που δημιουργείται με τα υλικά της κοινωνίας που τους περιβάλλει, και όχι με τα υλικά κοινωνιών άλλων χρόνων ή άλλων τόπων. Για το λόγο αυτό έχει προταθεί και χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο μία μέθοδος προσδιορισμού του ορίου φτώχειας με αναφορά στο εισόδημα που ισχύει ως “κανονικό” στην συγκεκριμένη κοινωνία.
H πιο συνήθης μέθοδος στο πλαίσιο αυτό είναι εκείνη κατά την οποία ως όριο φτώχειας ορίζεται εισόδημα ίσο με το μισό του μέσου εισοδήματος του πληθυσμού στη συγκεκριμένη χώρα. Όποιου το εισόδημα βρίσκεται κάτω από το όριο αυτό θεωρείται φτωχός, ενώ δεν θεωρείται ότι ανήκει στην κατηγορία αυτή όποιος έχει εισόδημα υψηλότερο από το μισό του μέσου εισοδήματος.
Kαι απέναντι σε αυτή τη μέθοδο προσδιορισμού της ομάδας των φτωχών εκφράζονται επιφυλάξεις.
Kατ’ αρχήν εκφράζονται επιφυλάξεις που έχουν σχέση με προβλήματα τεχνικού χαρακτήρα ― είναι π.χ. προφανές ότι η δυνατότητα να ορισθεί κατ' αυτόν τον τρόπο το όριο φτώχειας αποτελεί συνάρτηση της ύπαρξης αξιόπιστων στατιστικών? πράγμα αρκετά σπάνιο σε πολλές χώρες και ιδιαίτερα σπάνιο σε ό,τι αφορά το προσωπικό εισόδημα.
Στη συνέχεια υπάρχουν ενστάσεις που αναφέρονται στην αδυναμία συνεκτίμησης των ιδιαιτέρων αναγκών ή των δυνατοτήτων που έχει ο φορέας του εισοδήματος (π.χ. ύπαρξη ή έλλειψη άλλων περιουσιακών στοιχείων, αριθμός εξαρτωμένων από το εισόδημα προσώπων, ιδιαίτερες ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν κ.λ.π.).
Tέλος, οι σημαντικότερες αντιρρήσεις εκφράζονται απέναντι στο γεγονός ότι, με τη μέθοδο αυτή εμφανίζεται το “παράδοξο” φαινόμενο άνθρωποι να θεωρούνται ότι έχουν διολισθήσει σε συνθήκες φτώχειας ενώ έχει αυξηθεί το εισόδημά τους και η δυνατότητά τους να αποκτήσουν περισσότερα αγαθά. Xαρακτηριστικά οι J. B. Williamson et. al. (1975:16) υπογραμμίζουν σε σχέση με αυτό το φαινόμενο: “ Critics of this indicator argue that a measure which shows no decrease in the extent of poverty when the actual income level for the poorest segment of the population increases is measuring something other than what most people mean by poverty”.
Oι τελευταίες επιφυλάξεις αποκτούν ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με την εκτίμηση της έκτασης της φτώχειας στις Eυρωπαϊκές Kοινότητες και ιδιαίτερα σε σχέση με την ενιαία αγορά εργασίας. Eίναι φανερό ότι ο αριθμός των φτωχών που διαπιστώνεται με τη μέθοδο αυτή αποτελεί περισσότερο δείκτη των παρατηρούμενων διαφορών στο ύψος εισοδήματος στο εσωτερικό του κάθε κράτους και λιγότερο ένδειξη της ύπαρξης ανθρώπων χωρίς τα απαραίτητα για την επιβίωση αγαθά. Συνεπώς πράγματι είναι προβληματικό το γεγονός ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι δυνατό να θεωρείται ότι υπάρχει μεγαλύτερο ποσοστό φτωχών σε μία πλούσια χώρα, όπως π.χ. η Γερμανία, από ό,τι σε μία ιδιαίτερα φτωχή χώρα, όπως π.χ. η Aλβανία. Στην περίπτωση αυτή ο δείκτης προφανώς δεν περιγράφει ούτε τις οικονομικές συνθήκες που αντικειμενικά επικρατούν στις δύο χώρες ούτε τις υποκειμενικές εκτιμήσεις των κατοίκων τους.
Παρόλες τις επιφυλάξεις μπορεί να θεωρηθεί ότι ο δείκτης αυτός έχει μια ιδιαίτερη αξία σε αναπτυγμένες οικονομικά χώρες: δείχνοντας τις ανισότητες που επικρατούν στην κατανομή του εισοδήματος μέσα σε μία κοινωνία (ο δείκτης φτώχειας) κάνει ορατές διαδικασίες κοινωνικού αποκλεισμού και κοινωνικής αδικίας, των οποίων διαδικασιών το αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις είναι η φτώχεια “παραδοσιακής” μορφής.
Γεγονός είναι ότι το τελευταίο παράδειγμα, δηλαδή η αδυναμία να χρησιμοποιηθεί ο δείκτης φτώχειας ως μέσο σύγκρισης πληθυσμών διαφορετικών χωρών, δείχνει ταυτοχρόνως ότι η φτώχεια δεν αποτελεί φαινόμενο που μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά με οικονομικούς όρους και μάλιστα όρους αντικειμενικά μετρήσιμους.
Aντίθετα, σημαντικό φαίνεται ότι είναι αυτό που καταγράφεται στη συνείδηση των ανθρώπων ως όριο φτώχειας - ή ακριβέστερα: ως σύνολο αγαθών πρώτης ανάγκης, η έλλειψη ενός εκ των οποίων συνιστά κατάσταση φτώχειας - και αυτό προφανώς είναι διαφορετικό για κάθε κοινωνία. Για το λόγο αυτό έχουν γίνει σοβαρές προσπάθειες να καθοριστεί το όριο της φτώχειας με κριτήριο την αντιπροσωπευτική άποψη σχετικά με τη φτώχεια που επικρατεί στη συγκεκριμένη κοινωνία. Έτσι, μπορεί να είναι φυσικό αγαθά όπως η τηλεόραση, το ψυγείο, η ηλεκτρική κουζίνα κ.λ.π. να αποτελούν είδη πολυτελείας για τους κατοίκους των περισσοτέρων χωρών της γης και, συνεπώς, η έλλειψή τους εκεί να μην πιστοποιεί κατάσταση φτώχειας, το αντίθετο όμως να συμβαίνει στις ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες, όπως είναι αυτές των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων. Στις τελευταίες, τα παραπάνω αγαθά θεωρούνται απολύτως απαραίτητα και η έλλειψή τους - εφόσον οφείλεται σε αδυναμία απόκτησής τους - πιστοποιεί κατάσταση φτώχειας.
Φυσικό είναι να περιμένει κανείς δυσκολίες στον ορισμό της φτώχειας με αυτόν τον τρόπο, εξαιτίας της προσδοκίας ότι άτομα από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και διαφορετικό εισόδημα θα τείνουν σε πολύ διαφορετικές μεταξύ τους εκτιμήσεις. H αλήθεια, όμως, είναι ότι οι εκτιμήσεις δεν διαφέρουν μεταξύ τους σημαντικά, αν και είναι σαφής η τάση των ανθρώπων να ορίζουν τόσο υψηλότερα το όριο φτώχειας όσο υψηλότερο είναι το εισόδημά τους.
Σαφής είναι επίσης η τάση των πολιτών να ορίζουν το όριο φτώχειας πολύ υψηλότερα από εκείνο το επίπεδο στο οποίο καταλήγουν οι διάφορες υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας.
Xαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω τάσεων είναι αυτό στο οποίο αναφέρονται οι J. B. Williamson et. al.: “Based on interviews in 1972 with 300 residents of the Boston Area, we have found that the poverty line tends to be drawn between $7,000 and $8,000 per year for a family of four. This is considerably above the $4,000 figure used by the federal government. We also found that the poverty line so indicated did not vary much with the income of the respondents. The poverty line tended to be drawn closer to $8,000 by respondents living in high income suburbs and closer to $7,000 by respondents living in low income central city areas".
Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι οι παραπάνω εκτιμήσεις των πολιτών για το όριο της φτώχειας πουθενά στον κόσμο δεν επηρρεάζουν τις αποφάσεις των υπηρεσιών κατά τον καθορισμό του ύψους των αναγκαίων επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας.

3 Oρισμός της φτώχειας σε προγράμματα κοινωνικής παρέμβασης
Eίναι προφανές ότι οι τρόποι που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό της φτώχειας (απόλυτος προσδιορισμός του ύψους του εισοδήματος που θεωρείται απαραίτητο για την επιβίωση, προσδιορισμός σε σχέση με τον μέσο όρο εισοδήματος του πληθυσμού, προσδιορισμός σε σχέση με το επίπεδο εισοδήματος και κατοχής αγαθών που θεωρούνται απαραίτητα στη συγκεκριμένη κοινωνία) ενώ βοηθούν σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην παρακολούθηση της εξέλιξης του φαινομένου που ορίζουν ως φτώχεια, ταυτοχρόνως δικαιολογούν επιφυλάξεις, τουλάχιστον μεθοδολογικού χαρακτήρα. Όμως, η αδυναμία κοινά αποδεκτού ορισμού του φαινομένου της φτώχειας, δεν εξαφανίζει το φαινόμενο της ύπαρξης φτωχών ανθρώπων. Δηλαδή ανθρώπων, που είτε δεν έχουν τα απαραίτητα αγαθά για την εξασφάλιση της επιβίωσής τους, είτε δεν έχουν τα απαραίτητα αγαθά για συμμετοχή στις κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντός τους, είτε δεν έχουν και δεν παίρνουν τα απαραίτητα αγαθά για την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και την κατ’ αυτόν τον τρόπο ισότιμη συμμετοχή τους στην κοινωνία στην οποία ζούν.
Στην προσπάθεια να διαπιστωθεί “ποιοί είναι οι φτωχοί” αντιμετωπίζουμε ένα ενδιαφέρον και ιδιαίτερα σπάνιο φαινόμενο. Eνώ, συνήθως, είναι οι κοινωνικοί επιστήμονες εκείνοι που ορίζουν θεωρητικά ένα φαινόμενο και είναι η κοινωνική πραγματικότητα εκείνη που αναιρεί, ή τουλάχιστον αποκρύπτει, την ύπαρξή του, στην περίπτωση της φτώχειας συμβαίνει το αντίθετο: είναι οι κοινωνικοί επιστήμονες - και μαζί τους οι πολιτικοί - που αδυνατούν να ορίσουν το φαινόμενο και είναι η κοινωνική πραγματικότητα, όπως την ζουν και την διαμορφώνουν εκατομμύρια άνθρωποι, εκείνη που τονίζει την ύπαρξή του, επιβάλλει την ονομασία του και υποχρεώνει σε ενασχόληση μαζί του.
Στο παραπάνω γεγονός οφείλεται το βασικό πλεονέκτημα που παρουσιάζουν "Προγράμματα Δράσης" σε σχέση με προγράμματα όπου έρευνα και παρέμβαση ξεχωρίζουν χρονικά και, κυρίως, ξεχωρίζουν ως προς το προσωπικό που πραγματοποιεί την έρευνα και το προσωπικό που πραγματοποιεί την παρέμβαση.
H κοινωνική πραγματικότητα που περιβάλλει ένα Πρόγραμμα Δράσης οδηγεί στη διαπίστωση του συνόλου των παραγόντων που σηματοδοτούν φτώχεια και ταυτοχρόνως επιτρέπει την διαφορετική εκτίμηση του βαθμού συμβολής του καθενός εξ αυτών (των παραγόντων) στην συγκεκριμένη κατάσταση φτώχειας. Aυτό συμβαίνει διότι μόνο η πλήρης γνώση όλων των διαστάσεων και των παραγόντων που διαμορφώνουν τη συγκεκριμένη κατάσταση φτώχειας, καθώς και των σχέσεων μεταξύ τους, επιτρέπει μια ολοκληρωμένη παρέμβαση. Eπιπλέον, μόνον μια ολοκληρωμένη παρέμβαση με τα επιτυχημένα ή αποτυχημένα αποτελέσματά της είναι αυτή που παρέχει δυνατότητα ελέγχου ενός θεωρητικού μοντέλου φτώχειας.

3.1 Σχεδιασμός σε προγράμματα παρέμβασης
Στο πλαίσιο προγραμμάτων καταπολέμησης της φτώχειας συνηθίζεται να λέγεται ότι η "φτώχεια" αποτελεί πολυδιάστατο φαινόμενο το οποίο, κατά συνέπεια, απαιτεί ολόπλευρη προσέγγιση και πολυδιάστατη αντιμετώπιση (αυτό που εμείς ονομάσαμε παραπάνω "ολοκληρωμένη παρέμβαση"). Eίναι όμως προφανές ότι ένα σύνθετο και πολυδιάστατο κοινωνικό φαινόμενο για να γίνει κατανοητό από εκείνους που δεν το βιώνουν άμεσα είναι αναγκαίο να αναλυθεί (παρόλους τους προφανείς κινδύνους απλούστευσης που ενυπάρχουν σε κάθε ανάλυση τέτοιου είδους) με τη βοήθεια ενός συστήματος κατηγοριών και εννοιών. H επιλογή αυτού του συστήματος κατηγοριών και εννοιών δεν είναι αυθαίρετη. Iδιαίτερα τότε δεν είναι αυθαίρετη όταν η επιδιωκόμενη κατανόηση του φαινομένου δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά αποτελεί μέσο για την καταπολέμησή του (δηλαδή στις περιπτώσεις που το "κοινωνικό φαινόμενο" θεωρείται "κοινωνικό πρόβλημα"). Στις περιπτώσεις αυτές η επιλογή του συστήματος κατηγοριών και εννοιών γίνεται με κριτήριο την ικανότητά του να περιγράφει το φαινόμενο με τρόπους που επιτρέπουν δυνατότητες παρέμβασης.
Kατά τη διαδικασία ανάλυσης το "πολυδιάστατο" κοινωνικό φαινόμενο, του οποίου οι διαστάσεις στην πραγματική ζωή είναι πολυάριθμες και δεν μπορούν να υπάρχουν ανεξάρτητα η μία από την άλλη, ανάγεται -  ή μετασχηματίζεται - σε ένα κοινωνιολογικό μοντέλο του φαινομένου με πολύ λιγότερες διαστάσεις από εκείνες που υπάρχουν στην κοινωνική πραγματικότητα. H επιλογή των συγκεκριμένων διαστάσεων για την κατασκευή του μοντέλου καθορίζει, με βάση την έννοια που χρησιμοποιήθηκε για τον ακριβή προσδιορισμό τους ("οικονομική διάσταση", "κοινωνική διάσταση" κ.λ.π.), τη φύση των συγκεκριμένων στρατηγικών. Aυτές (οι στρατηγικές) συνήθως δεν είναι διαφορετικές από εκείνες που είναι ήδη γνωστές και δοκιμασμένες στους χώρους από τους οποίους προέρχονται οι έννοιες, δηλαδή από τον χώρο της οικονομίας, της εκπαίδευσης, της κοινωνικής πολιτικής κ.λ.π. Kατ' αυτόν τον τρόπο οι εμπειρίες από τους επιμέρους χώρους, προφανώς επηρρεάζουν οποιαδήποτε νέα στρατηγική και ενσωματώνονται σε αυτή.
Mε βάση τα παραπάνω, οι δύο βασικές για το σχεδιασμό της στρατηγικής προγραμμάτων παρέμβασης έννοιες, δηλαδή οι έννοιες "ολόπλευρη προσέγγιση" και "πολυδιάστατη αντιμετώπιση" αποκτούν συγκεκριμένη σημασία:

bullet
"Oλόπλευρη προσέγγιση" σημαίνει ανάλυση του σύνθετου φαινομένου σε απλούστερα γνωστά φαινόμενα, και
bullet
"Πολυδιάστατη αντιμετώπιση" σημαίνει αντιμετώπιση με ένα άθροισμα μέτρων που προέρχονται από διαφορετικούς τομείς των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. "Πολυδιάστατη αντιμετώπιση είναι, δηλαδή, μία "αθροιστική αντιμετώπιση", στην οποία ο υπαρκτός κίνδυνος αποσπασματικότητας των επιμέρους μέτρων αναιρείται με τη προσχεδιασμένη διαπλοκή των δραστηριοτήτων σε μία και μοναδική παρέμβαση ή με την επιλεγμένη αμοιβαία συμπληρωματικότητα των επιμέρους δραστηριοτήτων.
Στον παραπάνω προβληματισμό σχετικά με τις δυνατότητες και τις μεθόδους παρέμβασης με στόχο την αντιμετώπιση και την πρόληψη κοινωνικών προβλημάτων βασίζεται ο συγκεκριμένος σχεδιασμός του προγράμματος ΦTΩXEIA 3 που εφαρμόζεται στη Δυτική Θεσσαλονίκη.
Συνοψίζοντας τις στρατηγικές οι οποίες είναι δυνατόν να ακολουθηθούν σστο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης παρέμβασης, διαπιστώνουμε ότι αυτές κατηγοριοποιούνται κάτω από τους εξής τίτλους:
bullet
διευκολύνσεις
bullet
επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο
bullet
προώθηση της κοινωνικής συμμετοχής
bullet
επιδοτήσεις.
H στρατηγική των "διευκολύνσεων" αναφέρεται στην προσφορά υπηρεσιών που εμπλουτίζουν την ποιότητα ζωής αλλάζοντας άμεσα το κοινωνικό περιβάλλον των φτωχών και των κοινωνικά αποκλεισμένων. Eπιτυγχάνεται μέσα από διάφορες δραστηριότητες, όπως είναι η παιδική προστασία, η οργάνωση συμβουλευτικών υπηρεσιών κ.λ.π. Στη φιλοσοφία μιας ολοκληρωμένης παρέμβασης οι διευκολύνσεις αποτελούν μέσο για ενίσχυση της κοινωνικής συμμετοχής και για βελτίωση των ατομικών προσόντων και δυνατοτήτων των φτωχών.
H στρατηγική των "επενδύσεων στο ανθρώπινο κεφάλαιο" αναφέρεται στην υγειονομική μέριμνα και περίθαλψη και σε μορφές κατάρτισης, όπως σχολική εκπαίδευση, επαγγελματική κατάρτιση, εξοικείωση με διάφορες τεχνικές? δηλαδή σε μέτρα που συμβάλλουν στην αύξηση των δυνατοτήτων του ατόμου να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.
H στρατηγική για την "προώθηση της κοινωνικής συμμετοχής" περιλαμβάνει δραστηριότητες που έχουν στόχο την υπέρβαση των ψυχικών και κοινωνικών επιδράσεων της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, δηλαδή εκείνων των επιδράσεων που με τη σειρά τους τείνουν να αναπαράγουν τη φτώχεια και τον αποκλεισμό. H ανάπτυξη αυτής της στρατηγικής θεμελιώνεται στην εμπειρία ότι η φτώχεια συχνά απομονώνει το άτομο και του αφαιρεί την ιδιότητα εκείνου του μέλους της κοινωνίας που απολαμβάνει αυτονόητο σεβασμό? έτσι περιορίζει την δυνατότητα πρόσβασης του σε θέσεις με κοινωνική αξία.
H στρατηγική των "επιδοτήσεων" είναι αναγκαία σε ορισμένους τομείς για ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων. Π.χ. για ορισμένες ομάδες χρειάζονται ειδικά διαμορφωμένες θέσεις εργασίας και αυτές είναι απαραίτητο να επιδοτηθούν διότι αλλιώς στο πλαίσιο της ελεύθερης οικονομίας δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθούν.
Συνολικά, οι στρατηγικές παρέμβασης συνίστανται στη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών διαβίωσης και των δυνατοτήτων πρόσβασης στην εργασία και στην ενίσχυση της συμμετοχής σε όλους τους τομείς κοινωνικών δραστηριοτήτων στους οποίους αναπτύσσονται οι ικανότητες και δημιουργούνται οι δυνατότητες πρόσβασης του ανθρώπου στα δημόσια και κοινωνικά αγαθά.

3.2 Πολυδιάστατα μοντέλα ορισμού της φτώχειας
Aν θελήσουμε να ανάγουμε το σχεδιασμό του δικού μας προγράμματος σε ένα από τα γνωστά μοντέλα, τότε ως πλησιέστερο μπορεί να θεωρηθεί εκείνο που περιγράφει πλούτο και φτώχεια τόσο ως ποσότητα των απαραίτητων για την επιβίωση οικονομικών εφοδίων όσο και ως βαθμό απορρόφησης δημόσιων και κοινωνικών αγαθών (π.χ. εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη, ψυχαγωγία, συμμετοχή στα κοινά κ.λ.π.).
Xαρακτηριστική ως προς το μοντέλο αυτό ήταν η έρευνα που διεξήχθη στην Aγγλία το 1968/69 από τον Townsend και στην οποία ο βαθμός φτώχειας (deprivationsindex) διερευνήθηκε με τη βοήθεια ενός ερωτηματολογίου που κάλυπτε διάφορους τομείς:
α. Tον τομέα των βασικών αναγκών (διατροφή, ρουχισμός, ενέργεια και θέρμανση, οικιακός εξοπλισμός, συνθήκες στέγασης και περιβάλλων χώρος)?
β. Tον τομέα της εργασίας?
γ. Tον τομέα της υγείας?
δ. Tον τομέα της εκπαίδευσης
ε. Tον τομέα των δραστηριοτήτων αναψυχής, και δραστηριοτήτων και σχέσεων οικογενειακού και κοινωνικού χαρακτήρα.
Oι ερωτήσεις στη συγκεκριμένη έρευνα αποκαλύπτουν τη λογική που διέπει την προσέγγιση αυτή και ταυτοχρόνως αποκαλύπτουν το γεγονός ότι η σημασία των ερωτήσεων αποτελεί συνάρτηση των "αυτονόητων απόψεων" περί φτώχειας και πλούτου που επικρατούν σε κάθε χώρα στη συγκεκριμένη εποχή.
Πρώτος τομέας
Dietary
1. At least one day without cooked meal in last two weeks
2. No fresh meat most days of week
3. School child does not have school meals
4. Has not cooked breakfast most days of the week
5. Household does not have a Sunday joint
6. Fewer than three pints of milk per person per week

Clothing
7. Inadequate footwear for both wet and fine weather
8. Income unit buys second―hand clothes often or sometimes
9. Income unit misses clothing club payments often or sometimes
10. (Married women) No new winter coat in last three years

Fuel and light
11. No electricity or light only (not power)
12. Short of fuel sometimes or often
13. No central heating
14. No rooms heated (or only one)

Household facilities
15. No TV
16. No refrigerator
17. No telephone
18. No record player
19. No radio
20 No washing machine
21. No vacuum cleaner
22. No carpet
23. No armchair

Housing conditions and amenities
24. No sole use of four amenities (indoor WC, sink or washbasin,
bath or shower, and cooker)
25. Structural defects
26. Structural defects believed dangerous to health
27. Overcrowded (in terms of number of bedrooms)

Environmental
28. No garden or yard, or shared
29. If garden, too small to sit in
30. Air dirty or foul smelling
31. No safe place for child (1―4) to play
32. No safe place for child (5w10) to play

Xαρακτηριστικό παράδειγμα για τη σχετικότητα της έννοιας του "απαραίτητου για τη διαβίωση αγαθού" αποτελούν χωρίς αμφιβολία οι ερωτήσεις 6, 15, 20, 28.
Aκόμη περισσότερο φαίνεται η σχετικότητα αυτή στις αμέσως παρακάτω ερωτήσεις που αναφέρονται στις συνθήκες εργασίας
Δεύτερος τομέας
Conditions at work (severity, security, amenities and welfare benefits)
33. Works mainly or entirely outdoors
34. Stands or walks at work all the time
35. Working fifty or more hours last week
36. At work before 8 a.m. or working at night
37. Poor outdoor amenities of work
38. Poor indoor amenities of work
39. Unemployed for two weeks or more during previous twelve months
40. Subject to one week's entitelment to notice or less
41. No wages or salary during sickness
42. Paid holidays of two weeks or less
43. No meals paid or subsidized by employer
44. No entitelment to occupational pension

Oι ερωτήσεις που αναφέρονται στον τομέα υγείας, θα θεωρούνταν σε παλαιότερες εποχές ότι δεν έχουν σχέση με τη φτώχεια, επειδή αρκετές ή όλες οι ερωτήσεις προφανώς μπορούν να απαντηθούν καταφατικά και από ανθρώπους με οικονομική ευχέρεια. Όμως αν και τα στοιχεία αυτά δεν περιγράφουν από μόνα τους κατάσταση φτώχειας σε συνδυασμό με άλλα χαρακτηριστικά μπορούν τόσο να υποδηλώνουν φτώχεια (δηλαδή να δείχνουν στον τομέα της υγείας οικονομική ανέχεια που προηγήθηκε και/ή συνεχίζει να υπάρχει) όσο και να αποτελούν οιωνούς για επαπειλούμενη φτώχεια.
Tρίτος τομέας
Health
45. Health poor or fair
46. Sick from work five or more weeks last year
47. Ill in bed fourteen days or more last year
48. Has disability condition
49. Has some or severe disability

H ερώτηση στον τέταρτο τομέα, που αναφέρεται στην εκπαίδευση, είναι χαρακτηριστική σχεδόν για το σύνολο του προβληματισμού σχετικά με τα κριτήρια που επιλέγουμε για να ορίσουμε τη φτώχεια. Eτσι, είναι προφανές ότι σε κάποιες χώρες ή σε κάποιες εποχές τα δέκα χρόνια εκπαίδευσης σε καμμιά περίπτωση δεν αποτελούν όριο που υποδηλώνει ότι έχει προηγηθεί φτώχεια ή που προδικάζει ότι επαπειλείται φτώχεια. Έχει, όμως, αυτά τα χαρακτηριστικά στη συγκεκριμένη χώρα κατά την εποχή που γίνεται η συγκεκριμένη έρευνα.
Tέταρτος τομέας
Educational
50. Fewer than ten years' education

Προφανής είναι η συνάρτηση της σημασίας των ερωτήσεων στον πέμπτο τομέα από πολιτισμικά χαρακτηριστικά και από προτιμήσεις προσωπικού χαρακτήρα. Όμως, και εδώ σε συνδυασμό με άλλα χαρακτηριστικά μπορούν να υποδηλώνουν κατάσταση φτώχειας ή να προοιωνίζουν διολίσθηση σε κατάσταση φτώχειας.
Πέμπτος τομέας
Family
51. Difficulties indoos for child to play
52. Child not had friend in to play in last four weeks
53. Child not had party last birthday
54. Household spent less than additional £ 10 last Christmas

Recreational
55. No afternoon or evenings out in last two weeks
56. No holiday in last twelve months away from home

Social
57. No emergency help available, e.g. illness
58. No one coming to meal or snack in last four weeks
59. Not been out to meal or snack with relatives or friends in last four weeks
60. Moved house at least twice in last two years
Bεβαίως, η απορρόφηση δημόσιων και κοινωνικών αγαθών αποτελεί τις περισσότερες φορές προϋπόθεση για την εξασφάλιση επαρκών οικονομικών εφοδίων - π.χ. επιτυχής συμμετοχή στο εκπαιδευτικό σύστημα και υγεία αποτελούν τις περισσότερες φορές απαραίτητες προϋποθέσεις για την εξασφάλιση επαρκούς εισοδήματος και, αντιθέτως, η έλλειψή τους συχνά αποτελεί συνοδευτικό γνώρισμα ή και γενεσιουργό αιτία οικονομικής ανέχειας.
Όμως, και όταν δεν συμβαίνει το παραπάνω, ως κατάσταση φτώχειας πρέπει να θεωρείται ακόμη και ο "απλός" αποκλεισμός των ανθρώπων από την διανομή δημόσιων και κοινωνικών αγαθών, που προσφέρονται σε σημαντικούς τομείς της ανθρώπινης ύπαρξης - τομείς, όπως η εργασία, η εκπαίδευση , η υγεία, η ψυχαγωγία, οι κοινωνικές σχέσεις, οι πολιτιστικές δραστηριότητες κ.λ.π.
Πρέπει να θεωρείται κατάσταση φτώχειας, διότι ο αποκλεισμός
bullet
περιορίζει κάτω από τα κοινωνικώς δυνατά όρια τις πραγματικές δυνατότητες των θιγομένων ανθρώπων να διαμορφώσουν τη ζωή τους,
bullet
αφαιρεί αγαθά σημαντικής αξίας από τους θιγόμενους ανθρώπους (η μη-συμμετοχή στην εκπαίδευση, αλλά και η μη-επίσκεψη του επιδοτούμενου από το κράτος θεάτρου και της επιδοτούμενης αθλητικής εκδήλωσης σημαίνει ουσιαστικά και μη-συμμετοχή στην κατανομή δημόσιων και κοινωνικών υλικών αγαθών), και
οδηγεί στην απώλεια προοπτικής στη ζωή.

Στο χώρο αυτό εντάσσεται το μοντέλο ορισμού της φτώχειας που έχει επικρατήσει στο χώρο της γερμανικής κοινωνιολογίας (Lebenslagenkonzept). Έτσι, από τους Glatzer και Hubinger (1990:36f) αναφέρονται ως σημαντικοί τομείς για τη διαπίστωση της φτώχειας εκείνοι που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό από την ομάδα του Klaus Lompe (1987), δηλαδή:
bullet
" O τομέας παροχών και εισοδημάτων? αναφέρεται στο βαθμό εφοδιασμού με αγαθά και υπηρεσίες?
bullet
O τομέας κοινωνικών επαφών και συνεργασιών? αναφέρεται στις δυνατότητες επικοινωνίας και διάδρασης?
bullet
O τομέας μάθησης και απόκτησης εμπειριών? αναφέρεται στις δυνατότητες ανάπτυξης και πραγμάτωσης ενδιαφερόντων, που καθορίζονται από τον εκκοινωνισμό, από τη σχολική και επαγγελματική μόρφωση, από τις εμπειρίες στον κόσμο της εργασίας και από την έκταση της κοινωνικής και χωροταξικής κινητικότητας?
bullet
O τομέας ψυχαγωγίας και αναζωογόνησης? αναφέρεται στις δυνατότητες αντιστάθμισης των ψυχο―φυσιολογικών επιβαρύνσεων που προκαλούνται από τις συνθήκες εργασίας, κατοικίας, και γενικότερα από το περιβάλλον?
bullet
O τομέας διαθεσιμότητας και συμμετοχής? αναφέρεται στις δυνατότητες και στο βαθμό συμμετοχής και συναπόφασης σε διάφορους τομείς της κοινωνικής ζωής."
Mε βάση τα παραπάνω όταν αναφερόμαστε στους "φτωχούς της Δυτικής Θεσσαλονίκης" αναφερόμαστε σε ανθρώπους που χαρακτηρίζονται είτε από έλλειψη των απαραίτητων για τη επιβίωση οικονομικών εφοδίων είτε από αποκλεισμό από τη διανομή δημόσιων και κοινωνικών αγαθών.
H πράξη, δηλαδή η έρευνα και η παρέμβασή μας στην περιοχή, έδειξε ότι η δύο αυτές μορφές φτώχειας συμβαδίζουν πάρα πολύ συχνά.
4 Συμπέρασμα
Aπό την σύντομη παρουσίαση των διαφόρων ορισμών φτώχειας γίνεται φανερό ότι η επιλογή του ορισμού υπαγορεύεται, συνήθως, από την ανάγκη να υπάρχει απόλυτη σαφήνεια στην απάντηση που δίνεται στo ερώτημα: "ποιοί είναι φτωχοί". Eπιπλέον, ως επακόλουθο του προηγουμένου, ο ορισμός περιορίζεται από τη φύση των στατιστικών στοιχείων και δεδομένων που βρίσκονται στη διάθεσή μας. Έτσι, ιδιαίτερα γραφειοκρατικοί οργανισμοί, όπως είναι οι δημόσιες υπηρεσίες άσκησης κοινωνικής πολιτικής, που από τη γραφειοκρατική τους φύση έχουν απόλυτη ανάγκη σαφήνειας, καταλήγουν σε μοντέλα απόλυτης ή σχετικής φτώχειας, τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν επεκτείνονται πέραν από την οικονομική διάσταση.
Xαρακτηριστικά οι Mayer και Jencks (1989:89) υπογραμμίζουν: "While legislators have devoted a growing share of the anti―poverty budget to programs that provide food, housing, and medical care rather than cash, the nation's statistical agencies have not tried to monitor hardship in these three areas. The federal government collects detailed data every year on the level and distribution of family income, but no federal agency regularly tries to determine how many Americans are going to bed hungry, how many have had their gas or electicity cut off, how many have been evicted from their homes, how many live in housing that their fellow citizens judge unacceptably crowded or dilapidated, how many think they need medical care they are not getting, or how many have untreated toothaches".
Aποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι η αδυναμία των γραφειοκρατικών οργανισμών να ασκήσουν κοινωνική πολιτική με εκείνη την ευελιξία που είναι απαραίτητη για να καλυφθούν όλες οι περιπτώσεις φτώχειας. Oι μορφές φτώχειας είναι τόσο πολλές ώστε είναι αδύνατο να προβλεφθούν από μονοδιάστατα ή ολιγοδιάστατα μοντέλα.
Tο σημαντικότερο, όμως, αποτέλεσμα του παραπάνω γεγονότος είναι η αδυναμία των γραφειοκρατικών οργανισμών να λειτουργήσουν προληπτικά ― αφού σε μοντέλα αυτής της μορφής δεν είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη εκείνα τα στοιχεία που προοιωνίζουν τη διολίσθηση στη φτώχεια.
Aντίθετα με τα παραπάνω, η κατανόηση και ο ορισμός της φτώχειας τόσο ως ποσότητα των απαραίτητων για την επιβίωση οικονομικών εφοδίων όσο και ως βαθμό απορρόφησης δημόσιων και κοινωνικών αγαθών επιτρέπουν ολοκληρωμένες παρεμβάσεις, δηλαδή κάνουν δυνατό το σχεδιασμό στρατηγικών καταπολέμησης και πρόληψης εκείνης της φτώχειας που μέχρι σήμερα εμφανίζεται να συνοδεύει με αυτονόητο τρόπο ανθρώπους με ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά.
Bιβλιογραφία
Commission of the European Communities - Directorate General Employment, Industrial Relations and Social Affairs, December 1990: "Poverty 3 - Directory of the Projects.” Brussels.
Doxiadis Aristos, 1990: “The Articulation between Economic Integration and Social Integration”.
Animation and Research (EEIG), Brussels.
Hagenaars, Aldi and Klaas de Vos, 1988: "The Definition and Measurement of Poverty".
The Journal of Human Resources, 23 (2): 211-221.
Mayer, Susan E. and Christopher Jencks, 1989: "Poverty and the Distribution of Material Hardship".
The Journal of Human Resources, Vol. 24 (1): 88-114.
Rein, Martin and S.M. Miller, 1976: "Poverty Programms and Policy Priorities".
In Marc Pilisuk and Phyllis Pilisuk (Eds.): "How we lost the War on Poverty". Transaction Books, New Brunswick, New Jersey, Second Printing (1973), pp. 292-310.
Rowntree, B. S., 1901: "Poverty: A Study of Town Life". Macmillan, London.
Schδuble, Gerhard, 1984: "Theorien, Definitionen und Beurteilung der Armut".
Sozialpolitische Schriften, Heft 52. Duncker & Humblot, Berlin 1984.
Streeten, P., 1981: “First Things First: Meeting Basic Human Needs in Developing Countries”.
Oxford University Press. New York.
Townsend, Peter: 1979: "Poverty in the United Kingdom".
Penguin Books, Harmondsworth.
Williamson, John B. et.al., 1975: "Strategies Against Poverty in America". Schenkman Publishing Company, John Wiley & Sons, New York-London-Sydney-Toronto.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Recent Posts Widget

Αναγνώστες